Ιστορία και Λογοτεχνία

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνο

Η εκτέλεση

Φρέντυ Γερμανός, Η εκτέλεση, Κάκτος, Αθήνα 1995, σ. 144-146.
  • Βαλκανικοί Πόλεμοι → Νεοελληνική Λογοτεχνία

▲▲

Η εκτέλεση

(απόσπασμα)


Ο δεκανέας Δραγούμης στάθηκε, σε στάση προσοχής, εμπρός στη Μητρόπολη της Θεσσαλονίκης.

Είχε τρεις μέρες να κοιμηθεί - και να φάει άλλες τόσες! Πώς μπορείς να κοιμηθείς και να φας τέτοιες ώρες; Ήταν 27 του Οχτώβρη του 1912. Πριν λίγες ώρες είχε μπει, με τους πρώτους Έλληνες στρατιώτες, στην ελεύθερη Θεσσαλονίκη!

«Τι περιμένεις;» του είπε ο λοχαγός Θανάσης Εξαδάκτυλος που στεκόταν δίπλα του.

Ο Δραγούμης τον κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει. Μέσα του χόρευαν ακόμα οι Μακεδονικές μνήμες - οι πρώτες του μέρες στο Προξενείο του Μοναστηριού, το αίμα του Παύλου Μελά, τα σφαγμένα γυναικόπαιδα. Δέκα χρόνια αίμα.

«Τι περιμένεις;» του ξανάπε ο Εξαδάκτυλος.

Του έδωσε μια σημαία, διπλωμένη στα τέσσερα.

«Ύψωσέ την στη Μητρόπολη».

«Εγώ;»

«Εσύ!»

Γύρω τους το πλήθος της Θεσσαλονίκης έσπρωχνε, τραγουδούσε, φώναζε: «Κανένας δεν ήξερε τι έκανε εκείνη την ώρα - ούτε κι εγώ ο ίδιος». Όλοι ήθελαν να σφίξουν το χέρι του Εξαδάκτυλου αλλά κανένας δεν έδινε σημασία στον αξύριστο δεκανέα που κρατούσε τώρα, με αμηχανία, το μπλε πανί στα δάχτυλά του.

«Ανέβα Δραγούμη» ξανάπε επιταχτικά ο Εξαδάκτυλος. «Στο χρωστάει η μοίρα…».

Και μετά, πιο σιγά:

«Για την ψυχή του Παύλου».

Ο Δραγούμης μπήκε στον Άγιο Μηνά, που ήταν στα 1912 η Μητρόπολη της Θεσσαλονίκης, έχοντας μπροστά του ένα σαστισμένο καντηλανάφτη που του έδειχνε το δρόμο. Ανέβηκαν από μια υγρή σκάλα που μύριζε λιβάνι και μούχλα. Ο καντηλανάφτης τράβηξε ένα μάνταλο:

«Από δω δεκανέα».

Ο Δραγούμης έκανε ένα βήμα μπροστά και βρέθηκε στην κορφή του Αγίου Μηνά. Κοίταξε τον μεθυσμένο κόσμο κάτω - τους μιναρέδες που ξεχώριζαν στο βάθος. Ύστερα άρχισε να δένει, ήσυχα, στον ιστό την ελληνική σημαία, απ' τις δυο της άκρες.

Το πλήθος που είχε ζώσει τον Άγιο Μηνά απ' όλες τις μεριές ούρλιαξε βλέποντας το μπλε πανί να ανεμίζει στην κορφή της Μητρόπολης. Κανένας δεν ήξερε τον βρόμικο δεκανέα που είχε δεχτεί αυτή την υψηλή εντολή, αλλά εκείνη την ώρα δεν είχε σημασία - ήξερε μονάχα τι σήμαινε εκείνο το γαλάζιο ύφασμα που κυμάτιζε τώρα στην ίδια πόλη όπου είχε γεννηθεί πριν 32 χρόνια ο Κεμάλ.

Αν και βέβαια, στα 1912, κανένας, ακόμα, δεν είχε ακούσει για τον Κεμάλ.

Ο Εξαδάκτυλος κοίταξε γελαστά τον δεκανέα με τη βρόμικη χλαίνη που στεκόταν σαν ξεχασμένο άγαλμα, πλάι στον ιστό του Αγίου Μηνά:

«Πώς νιώθεις Δραγούμη;»

Ο δεκανέας κοίταζε αμίλητος γύρω του - τον Λευκό Πύργο που αναδυόταν μέσα απ' τη χειμωνιάτικη πάχνη στο βάθος, την πύλη του Γαλέριου αριστερά, τον Άγιο Δημήτρη που ήταν ακόμα τζαμί και που θα καιγόταν στην πυρκαγιά του 1917.

«Σα να ήπια μισό βαρέλι κρασί» είπε.

Ο Εξαδάκτυλος δεν άκουσε - έκανε τα χέρια του χωνί και φώναξε δυνατότερα:

«Τι είπες - δεν σ' άκουσα;»

Ο Δραγούμης χαμογέλασε κουρασμένα:

«Μέθυσα» φώναξε.

«Εντάξει, κατέβα τώρα κάτω να ξεμεθύσεις. Έχουμε δουλειά στο Επιτελείο…».

Πριν από μερικές ώρες είχε υπογραφεί η συμφωνία της παράδοσης της Θεσσαλονίκης με τον Ταχσίν Πασά. Ο Δραγούμης ήταν μπροστά στη μεγάλη ώρα - είχε, μάλιστα, καθαρογράψει το πρωτόκολλο στα γαλλικά.

«Ασ' το Επιτελείο να περιμένει» είπε σιγά.

Ήταν φίλοι με τον Εξαδάκτυλο - τους ένωναν από χρόνια οι καημοί του Μακεδονικού αγώνα.

«Θα μείνω εδώ» του φώναξε.

Ο Εξαδάκτυλος ούρλιαξε από κάτω:

«Δεν είναι καφενείο η Μητρόπολη δεκανέα!»

Ο Δραγούμης χαμογέλασε στον φίλο του:

«Το ξέρω» είπε. «Εγώ όμως θα μείνω».

Ο Εξαδάκτυλος σήκωσε τους ώμους του, ύστερα πήρε τους άλλους αξιωματικούς που ήταν μαζί του κι έφυγε. Ο Δραγούμης απόμεινε όρθιος πλάι στη σημαία, με τη βρόμικη χλαίνη και τα γένια τριών ημερών, να κοιτάζει τη Θεσσαλονίκη που ξυπνούσε σιγά-σιγά από μια νάρκη πέντε αιώνων.

Μεταδεδομένα

< Θεσσαλονίκη > < Παύλος Μελάς > < Τούρκοι > < Διάλογος > < Γερμανός >