Ιστορία και Λογοτεχνία
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνοΒαλκανικοί-'22
Θανάσης Βαλτινός, Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη: Βαλκανικοί-'22, Ωκεανίδα, Αθήνα 2000, σ. 95-97.
|
▲
Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη. Βιβλίο δεύτερο: Βαλκανικοί - '22
(απόσπασμα)
Εκείνο το καλοκαίρι παντρεύτηκα. Με το σόι της νύφης μάς χώριζε φόνος. Κάποιος δικός τους είχε σκοτώσει έναν παππούλη μου με το κλαδευτήρι. Αυτή την ιστορία την έλεγαν οι μεγάλοι.
Μια μέρα ανοίγαμε ένα αμπέλι και πέρασαν από πάνω με τον πατέρα της. Μας χαιρέτισαν. Του λέει η μάνα μου, Μιχάλη, σάμπως είναι καιρός να το πάρουμε το αίμα πίσω. Με είχε δει που το κοίταζα το θηλυκό. Πριν φύγω για την Αμερική την είχα αφήσει μικρή. Και τώρα ήταν κοπέλα, ψηλή, φτιαγμένη. Του άρεσε αυτουνού η κουβέντα, και σε λίγο καιρό έστειλε ανθρώπους και παντρευτήκαμε.
Τον Σεπτέμβριο έγινε γενική επιστράτευση. Κυβέρναγε ο Βενιζέλος και είχε συνεννοηθεί με Βουλγάρους και Σέρβους να κηρύξουν τον πόλεμο στην Τουρκία. Εγώ ήμουν αγύμναστος, κινδύνευα τώρα. Και η γυναίκα μου ήταν βαρεμένη στο πρώτο μας παιδί.
Πήγα βρήκα τον γιατρό Τσέκο. Πολιτευότανε ακόμα. Τον παρακάλεσα να ενεργήσει να απαλλαγώ. Μου λέει, δεν είναι εύκολα. Σήκω φύγε από το χωριό και θα δω τι θα κάνω. Ήξερε ότι είχαμε αγοράσει το χτήμα στο Παλαιοχώρι.
Σε καμιά δεκαριά μέρες κηρύχτηκε ο πόλεμος. Όσο να το καταλάβουμε, μπήκε ο στρατός μας στη Θεσσαλονίκη. Άρχισαν να βαράνε οι καμπάνες. Αλλά είχε γίνει πρώτα το Σαραντάπορο, είχαν πέσει κορμιά.
Αρχές Νοεμβρίου μας γράφει ο Δήμος από το Σικάγο ότι έρχεται να υποστηρίξει την πατρίδα μας. Τα παπόρια ξαναγύριζαν γεμάτα παιδιά. Μόλις έφταναν τους έστελναν αμέσως μπροστά. Ο Δήμος είχε κάνει στο ευζωνικό και τον έβαλαν σε άλλο καράβι και τον πήγαν στην Πρέβεζα, στο Σώμα του στρατηγού Βελισάριου. Από κει νικώντας έφτασαν στη Φιλιππιάδα.
Είχαμε ταχτική αλληλογραφία. Ύστερα έκανε να μας γράψει έναν μήνα. Εμείς πίσω είπαμε ότι σκοτώθη. Αποφασίσαμε να τηλεγραφήσουμε, να μάθουμε νέα του, αλλά ο στρατός είχε φύγει, προχώραγε για τα Γιάννενα. Ήταν ο διάδοχος μπροστά, ο ίδιος, κι έκανε ένα τέχνασμα, να περάσουν κρυφά με βαρέλια μια λίμνη, να πάρουν το φρούριο του Μπιζανιού. Έτσι, μ' αυτό το κατόρθωμα του Κωνσταντίνου κυρίεψαν το Μπιζάνι και οι Τούρκοι παράδωσαν τα Γιάννενα.
Μετά λίγες μέρες μας έγραψε. Φάνηκε ένα βράδυ ο διανομέας, μου 'δωκε το γράμμα. Το άνοιξα, διάβασα τις νίκες τους και ότι είναι καλά. Μας έγραφε ακόμα για έναν πατριώτη μας, Δημήτριο Καλογερή, που σκοτώθηκε. Αυτός σκοτώθηκε από αμέλειά του. Ήταν μέσα στο πρόχωμα και σηκώθηκε ορθός και την έφαγε, επληγώθη σοβαρά στα νεφρά. Μέχρι να τον πάρουν για το νοσοκομείο το μεταβατικό, έμεινε.
Ύστερα ήρθε και ο άλλος μας αδερφός από την Αμερική να πολεμήσει, ο Πάνος. Οι Βούλγαροι ήθελαν να κρατήσουν τη Μακεδονία. Και τον έστειλαν απάνω στις Σέρρες. Μέχρι να πάει, εκείνοι τα μάζεψαν. Έγινε ειρήνη, αλλά αυτόν δεν τον απόλυσαν. Απόλυσαν τον Δήμο. Ο Δήμος είχε τραυματιστεί, δίχως να το ξέρουμε εμείς. Τον είχε πάρει η σφαίρα ξέσκουρα, και το κράτησε μυστικό, για τη μάνα μας.
Ήρθε το παιδί με ένα μπαστούνι, φύλαγε μια στάλα το πόδι του. Είχαν να τον δουν οι γέροι από το 1902. Έκατσε κάμποσο στο χωριό, με τις αδερφές μας, να πάρει απάνω του.
Εγώ ήμουνα στο Παλαιοχώρι, στα καλαμπόκια.