Ιστορία και Λογοτεχνία
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνοΑύριο μια άλλη χώρα
Σώτη Τριανταφύλλου, Αύριο μια άλλη χώρα, Πόλις, Αθήνα 1997, σ. 141-144.
|
▲▲
Αύριο, μια άλλη χώρα
(απόσπασμα)
Τη μαμά δεν την υπερασπίστηκε ο μπαμπάς αλλά η θεία Νιόβη που ήρθε στην Αθήνα για να κάνει ψώνια, στις εκπτώσεις, είπε, επειδή στη Θεσσαλονίκη δεν της άρεσαν οι εκπτώσεις. Ήρθε και φορούσε κοντή φούστα, πολύ κοντή, κι ο μπαμπάς είπε, Αυτό τι είναι, ζωστήρα; Και εννοούσε πως η φούστα ήτανε σαν λωρίδα σε παντελόνι. Αλλά η θεία γέλασε και είπε ότι η μόδα έρχεται απ' το Λονδίνο - και τότε ο μπαμπάς κούνησε το κεφάλι του γεμάτος κατανόηση γιατί το Λονδίνο είναι η πόλη των ονείρων του. Δηλαδή δεν τη βλέπει στ' όνειρό του, αλλά λέει ότι την αγαπάει. Και τους Άγγλους τους αγαπάει - δηλαδή όχι τους Άγγλους της Αφρικής αλλά τους Άγγλους του Λονδίνου γιατί παρόλο που έχουνε βασίλισσα ψηφίζουνε ό,τι θέλουνε. Ενώ οι Έλληνες, είπε, παρόλο που ψηφίζουνε, βγαίνει ό,τι θέλει η βασίλισσα.
Ωραία πράγματα, είπε και κοίταξε καλά-καλά τη φούστα της θείας Νιόβης - ε, σε μερικές γυναίκες πάει, άμα δεν είναι πολύ χοντρές δηλαδή. Μπράβο, Νιόβη - μόνο, βρε παιδί μου, κάνε κράτει, ως εκεί, μην την ψαλιδίσεις κι άλλο, ε; Κι έπειτα την ξέχασε τη φούστα της θείας και πήγε να πέσει για μεσημέρι.
Όταν ο Κάρολος έμεινε μόνος με τη θεία, σκεφτότανε πως ήταν η ευκαιρία που περίμενε - αλλά παρόλο που ήθελε να τη ρωτήσει ένα σωρό πράγματα δεν μπορούσε. Για τη μαμά, για το βατράχι, για το δημόσιο σχολείο που πάει ο Πίπης κι αν επιτρέπεται οι δάσκαλοι να σου δίνουνε σφαλιάρες. Αλλά δεν πρόλαβε γιατί η θεία Νιόβη είπε, έτσι χωρίς να τη ρωτήσει κανένας τίποτα, Έχεις τον καλύτερο μπαμπά στον κόσμο, το ξέρεις; Κι ο Κάρολος σαν να το 'ξερε, αλλά δεν ήτανε και τελείως σίγουρος. Όμως, η θεία Νιόβη συνέχισε, Και την καλύτερη μαμά, την καλύτερη, την πιο γλυκιά. Μονάχα που έχει περάσει πολλά, πρόσθεσε. Έχει περάσει πολλές στενοχώριες σαν αυτές που περνάς κι εσύ, αλλά δεν τις λες. Ή τις λες; Ο Κάρολος ήθελε να πει τις δικές του στενοχώριες και να ρωτήσει για κείνο το παιδάκι που του 'βγαλε το μάτι ο δάσκαλος (το 'χε διαβάσει στην εφημερίδα: ο δάσκαλος του 'βγαλε το μάτι!), ήθελε και να ρωτήσει και για το γαλάζιο βατράχι και αν θα ξαναγίνει χαρούμενη η μαμά του, αλλά πάλι δεν μπορούσε - είχε δεθεί η γλώσσα του. Και κάθησε εκεί πέρα στην άκρη του κρεβατιού κι άρχισε να κλαίει λιγάκι κι ευχόταν να μην τον αγκαλιάσει η θεία και να μην τον φιλήσει. Και πράγματι, η θεία Νιόβη ούτε τον αγκάλιασε ούτε τίποτα, μονάχα σηκώθηκε απότομα και είπε, Πάμε να βάλουμε δίσκους και να χορέψουμε - και πήγαν στο σαλόνι κι η θεία άπλωσε όλους τους δίσκους στο πάτωμα και διάλεγε τα πιο ωραία τραγούδια, τα σέικ κι όσα λέει ο Έλβις Πρίσλεϋ που είναι ο αγαπημένος της Λίλης. Έβαλε κι ένα καινούργιο μικρό δισκάκι που του 'χε δώσει ο Αντώνης το καλοκαίρι - ένα με τους Μπητλς, που έλεγε, Βοήθεια, πέφτω! Η θεία Νιόβη άρχισε να χορεύει κάτι σας χούλα-χουπ κι έλεγε πως την εμπόδιζε το χαλί. Ας βγάλουμε το χαλί, είπε, κι ο μπαμπάς ξύπνησε κι ήρθε στο σαλόνι κρατώντας το παντελόνι της πιτζάμας του και κοιτούσε σαστισμένος. Κατέφτασε κι η Λίλη και βάλθηκε να χοροπηδάει και να λέει και τα λόγια απ' τα τραγούδια (πώς τα 'ξερε τα λόγια; Μα τι κάνει κλεισμένη στο δωμάτιό της, μαθαίνει τραγούδια; Κάθεται με τη δασκάλα των αγγλικών και μαθαίνουνε τραγούδια;) και να περπατάει με τα χέρια (είχε πολύ καιρό να περπατήσει με τα χέρια, ο Κάρολος νόμιζε πως το 'χε ξεχάσει). Έγινε μεγάλο γλέντι, ξαφνικά, ενώ στα γενέθλια της Λίλης - παρόλο που η μαμά είχε κάνει τόσες ετοιμασίες - δεν είχε γίνει και τόσο μεγάλο γλέντι. Ο μπαμπάς γελούσε κι έλεγε, Μάθετέ μου κι εμένα αυτό το σέικ, βρε παιδιά - και μετά, Βρε σεις, μήπως αυτό το χορεύουνε μόνο οι τεντυμπόυδες; Μήπως είναι σπεσιαλιτέ των τσαντάκηδων; Αλλά δεν τον πείραζε όποιος και να το χόρευε. Κι είπε, να σας μάθω κι εγώ πόλκα, αλλά η θεία Νιόβη δεν ήθελε, Πού να τη χορέψουμε την πόλκα; Στις χοροεσπερίδες; Άκου πόλκα! Βάλανε όλους τους δίσκους, εκτός από δυο-τρία τραγούδια γιατί είχανε πολύ αργό ρυθμό και δεν άρεσαν στη θεία Νιόβη - είπε πως ήτανε λυπητερά. Κι όλη την ώρα η μαμά καθόταν στον καναπέ και τους κοιτούσε χαμογελώντας μ' ένα ποτήρι στο χέρι. Αλλά ο μπαμπάς γελούσε κι έλεγε, Ιδού ο κατήφορος της νεολαίας ή, μάλλον, ο ανήφορος, ο ανήφορος!
Κι η Λίλη τραγουδούσε Χάλι γκάλι, μικροί μεγάλοι. Κι ο Κάρολος αποφάσισε να τη συγχωρέσει για κείνο τον πορτοκαλή φιόγκο που έδεσε στο τιμόνι του ποδηλάτου του.