Ιστορία και Λογοτεχνία
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνοΧαμένη Άνοιξη
Στρατής Τσίρκας, Η Χαμένη Άνοιξη, Κέδρος, Αθήνα 1996, σ. 255-257.
|
▲▲▲
Η χαμένη άνοιξη
(απόσπασμα)
Κι όταν μπήκε για καλά το πρωινό κι ο ήλιος έπιασε να καίει, ο Σωτήρης ετοιμάστηκε για την τελευταία του κατοικία. Το μοιρολόι της μάνας ακούστηκε πιο γοερό κι οργισμένο. Η μνηστή του, ντυμένη πάντοτε στ' άσπρα, έκλαιε τώρα σπαραχτικά. Είκοσι πέντε χιλιάδες συγκεντρωμένες από νωρίς στον Κολωνό, ξέσπασαν σ' ένα πανδαιμόνιο από ζητωκραυγές, χειροκροτήματα, ιαχές, και κατάρες, όταν φάνηκε στο κατώφλι το λείψανο. Σημαίες και λάβαρα υψώνονται, γέρνουν απ' εδώ κι απ' εκεί, μπρος και πίσω, πάνω απ' τα κεφάλια του ξέφρενου πλήθους.
—Ο Σωτήρης ζει!
Ένα δάσος από χέρια πασχίζει ν' αγγίξει για τελευταία φορά το φέρετρο. Το πλήθος βογγά, θάλασσα φουρτουνιασμένη από σηκωμένες γροθιές, η κατάσταση κινδυνεύει να ξεφύγει, ξεφεύγει από κάθε έλεγχο. Θα χρειαστούν πολλές προσπάθειες των υπεύθυνων και ψυχραιμία, για να κοπάσει η τρικυμία και να μπει κάποια τάξη. Επιτέλους σχηματίζεται η πομπή.
Προπορεύεται η σημαία του 114, το Κεντρικό Συμβούλιο των Λαμπράκηδων με τον Μίκη Θεοδωράκη επικεφαλής, αντιπροσωπείες της νεολαίας, πολιτικοί. Πίσω από τον νεκρό οι συγγενείς του κι ύστερα η Αθήνα ολόκληρη… Άξαφνα μια μεγάλη ομάδα από νέους και νέες, αγκαλιασμένοι μέσα στο πλήθος αρχίζει να τραγουδά. Δεν πιάνω ακόμη τα λόγια. Μα σε λίγο ξεχωρίζω :
Σωτήρη Πετρούλα
αηδόνι και λιοντάρι, βουνό και ξαστεριά.
—Είναι το καινούργιο του Μίκη, μου λέει η Ματθίλδη, που έχει ξαναγυρίσει και μου πιάνει το χέρι. Ν' ακούσεις τον Τάκη τον Μπενά, να διηγείται πώς γράφτηκε… Τη νύχτα, στα γραφεία της ΔΝΛ, αυτοί να συζητούν, μες στους καπνούς των τσιγάρων, και να προσπαθούν να λύσουν τα προβλήματα της κηδείας, κι ο Μίκης κάτι να γράφει βιαστικά σ' ένα χαρτί, αλλοπαρμένος: «-Το λόγο έχει ο πρόεδρος, λέει κάπως έντονα ο Τάκης. - Το λόγο έχει το τραγούδι, αποκρίνεται ο Μίκης, ακούστε:
Σωτήρη Πετρούλα
σε πήρε ο Λαμπράκης, σε πήρε η Λευτεριά.
Η πομπή περνάει από την οδό Λένορμαν, από την πλατεία Μεταξουργείου, τη λεωφόρο Αχιλλέως, την Αγίου Κωνσταντίνου :
Σωτήρη Πέτρουλα
οδήγα το Λαό σου, οδήγα μας μπροστά.
Είδα χιλιάδες, εκατοντάδες χιλιάδες Λαού, να στριμώχνονται στα πεζοδρόμια, στα παράθυρα και τους εξώστες, και τα λουλούδια να πέφτουν βροχή κι είδα τη λαοθάλασσα που ακολουθούσε κι άκουσα τα συνθήματα και κατάλαβα πως αυτή δεν ήταν κηδεία, ήταν μια γιγάντια διαδήλωση, σε πάθος και σε όγκο, η τελευταία διαδήλωση του Σωτήρη :
Μάρτυρες, ήρωες οδηγούνε
τα γαλάζια μάτια σου
μας καλούνε.
Κι όταν είδα στην πλατεία Ομονοίας τους οικοδόμους με ξεγυμνωμένα στήθη να σταματούν τη νεκροφόρα και να σηκώνουν στα χέρια τους στο φέρετρο, είπα μέσα μου πως απ' εδώ αρχίζει πια η αποθέωση. Κι όταν είδα τον πατέρα του ήρωα, που τον είχαν σηκώσει στα χέρια οι φίλοι του παιδιού του, να βαστάει στ' αριστερό ένα μπουκέτο κόκκινες γλαδιόλες και στο δεξί μια τσαλακωμένη φωτογραφία, να τη σφίγγει πάνω στο στήθος του και να τη δείχνει στα πλήθη, που χειροκροτούσαν και ζητωκραύγαζαν, όχι, δεν έκλαιγαν και δε θρηνούσαν, και τον άκουσα να λέει: «Αδέρφια του παιδιού μου… Ο Σωτήρης ζει… Αγωνισθείτε για το ξερίζωμα του φασισμού… Ο Σωτήρης μου γι' αυτό θυσιάστηκε… Δε θέλω να κλαίτε… Εμπρός στον αγώνα για τη Δημοκρατία…».
Έτσι με συνεπήρε κι εμένα το παραλήρημα του κόσμου και πίστεψα μαζί με τον πατέρα του, και πίστεψα μαζί με τον κόσμο, πως ο Σωτήρης δεν πέθανε. Κι όταν στην οδό Σταδίου, στο σημείο, που όπως θα πει σε λίγο ο Μίκης, οι εχθροί επισήμαναν, απομόνωσαν και σκότωσαν το γελαστό παιδί, τα πλήθη αυθόρμητα παραμέριζαν, αφήνοντας στην άσφαλτο και το πεζοδρόμιο ένα κενό… Τι κενό; Ένα λοφίσκο από κόκκινα γαρίφαλα και τριαντάφυλλα, που ψήλωνε από στιγμή σε στιγμή:
… τα γαλάζια μάτια σου
μας καλούνε.