Ιστορία και Λογοτεχνία
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνοΟ θάνατος μιας πόλης
Καίη Τσιτσέλη, Ο θάνατος μιας πόλης, μτφρ. Παλμύρα Ισμυρίδου, Άγρα, Αθήνα 2000, σ. 30-32.
|
▲▲
Ο θάνατος μιας πόλης
(απόσπασμα)
Στο Ληξούρι, όλοι οι κάτοικοι είχαν συγκεντρωθεί στην προκυμαία. Σύσσωμη η πόλη βρισκόταν στο πόδι, κι ας ήταν ακόμα 6.30 το πρωί. Οι Ληξουριώτες είχαν ξυπνήσει και, παρά την παράξενη διέγερσή τους, διακατέχονταν από ασυνήθιστη αδράνεια. Μπορεί να 'ταν όλοι ξυπνητοί μα τίποτα δεν συνέβαινε. Ο Αλιφόνσος, ο καφετζής, ήταν εκεί, μα δεν έψηνε καφέ. Ο Καρναούλας, ο μπακάλης, ήταν εκεί, μα το μαγαζί του παρέμενε κλειστό. Οι ψαράδες ήταν όλοι εκεί, μα οι βάρκες τους ήταν δεμένες, παρατημένες. Εκεί βρισκόταν κι ο Ναπολέων Βουρδουβάνος, μα ήταν τόσο απασχολημένος που ούτε καν διανοήθηκε να ξεφορτώσει το μεγάλο καΐκι που κατέφτασε απ' την Πάτρα την προηγουμένη.
Μιλούσαν όλοι μαζί. Κάποιος είπε πως ήταν ο μεγαλύτερος σεισμός μέσα στα τελευταία χρόνια. Άλλοι το θεώρησαν υπερβολή. για την ώρα δεν υπήρχαν θύματα, κι όλα τα σπίτια, όπως φαίνονταν απ' το λιμάνι, έμοιαζαν όρθια.
Άξαφνα, ένας άντρας πρόβαλε από ένα πλαϊνό καντούνι φωνάζοντας. Ήταν ο Θεαγένης, ο ταβερνιάρης. Όσοι υποστήριζαν πως ο σεισμός δεν ήταν τόσο άσχημος, σώπασαν.
Ο Θεαγένης γύρευε βοήθεια. Παρακαλούσε τον κόσμο να τρέξει να τον βοηθήσει να ελευθερώσει απ' τα χαλάσματα τη γυναίκα και τα παιδιά του. Είχε εφτά παιδιά, τα περισσότερα πολύ μικρά. «Αδέρφια», φώναζε, «αδέρφια, βοηθήστε με».
Μόλις το πρωτοάκουσε, ο Ναπολέων πήγε να βάλει τα γέλια, γιατί ο Θεαγένης δεν είχε χρησιμοποιήσει ως τότε την έκφραση «αδέρφια» με αυτή τη συγκεκριμένη έννοια. Του φάνηκε αστείο. Μα τη δεύτερη φορά που ο Θεαγένης είπε: «Αδέρφια, βοηθήστε με», ο Ναπολέων ξέχασε το καινοφανές του πράγματος.
Τη στιγμή που ο κόσμος ξεκινούσε για το σπίτι του Θεαγένη, στην πλατεία εμφανίστηκε ένα χειραμάξι που το έσπρωχναν δυο άντρες. Κάποιος φώναξε: «Θεαγένη, να η κυρά σου». Και πράγματι, η γυναίκα ήταν ζαρωμένη μέσα στο χειραμάξι, σκεπασμένη με μια κουβέρτα. Βογκούσε, αλλά όχι και πολύ δυνατά. είχε σπάσει το αριστερό πόδι. Ο κόσμος σάστισε. Μαζεύτηκαν όλοι γύρω από το καροτσάκι, λέγοντας πως ήταν ακατάλληλο για μια γυναίκα με σπασμένο πόδι. Έπρεπε να μεταφερθεί στο σπίτι της και να τη δει γιατρός. «Σε ποιο σπίτι; Σε ποιο σπίτι; Σάμπως έχω πια σπίτι;» έλεγε και ξανάλεγε ο Θεαγένης γελώντας με οργή.
Την κουβέντα την διέκοψε ο κρότος ενός κάρου που ερχόταν από την αντίθετη πλευρά της πλατείας. Ήταν γεμάτο παιδιά: εφτά παιδιά που έκλαιγαν γοερά. Τα τέσσερα είχαν αμυχές και μώλωπες. έτσι τουλάχιστον φαινόταν με την πρώτη ματιά. Τα άλλα τρία ήταν καλά.
Να τι είχε συμβεί. Το σπίτι του Θεαγένη είχε πάθει μεγάλες ζημιές από το σεισμό. Έπεσε το πάτωμα του μεγάλου δωματίου. Στη θέση του δαπέδου έχασκε τώρα μια τρύπα με μυτερά σπασμένα ξύλα. Το οίκημα τυλίχτηκε από πυκνό σύννεφο σκόνης. Σκιαγμένα και χαμένα, τα παιδιά μπήκαν στην κάμαρα αναζητώντας τη μητέρα τους, στα τυφλά. κι έτσι, το ένα μετά το άλλο, έπεσαν στην τρύπα και κόπηκαν απ' τις μυτερές αγκίδες.
Σαν μαθεύτηκε η ιστορία, ο κόσμος στην προκυμαία καταθορυβήθηκε. Οι συγκεντρωμένοι σκόρπισαν ολόγυρα. Δεν αρκούσε πλέον να αγναντεύουν τα σπίτια απ' το λιμάνι. Έπρεπε να προχωρήσουν στην ενδοχώρα - να ψάξουν, να επιθεωρήσουν, να ερευνήσουν. να εντοπίσουν τις αφανέρωτες ζημιές, τους ραγισμένους τοίχους, τις σβησμένες φωνές. Αντιλήφθηκαν, αίφνης, πως δεν ήταν «όλοι» εκεί, όπως, με τόση βεβαιότητα, είχαν υποθέσει. Άρχισαν να κοιτάζουν γύρω, τεντώνοντας το λαιμό, για να ανακαλύψουν ποιος έλειπε. Διαπίστωσαν πως πολλοί ήταν οι απόντες.