Ιστορία και Λογοτεχνία

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνο

Το πεθαμένο λικέρ

Γιάννης Ξανθούλης, Το πεθαμένο λικέρ, Καστανιώτης, Αθήνα 1987, σ. 138-140.
  • Η ελληνική κοινωνία τη δεκαετία του ’50 → Εκσυγχρονισμός και αστικοποίηση → Νεοελληνική Λογοτεχνία

▲▲

Πεθαμένο λικέρ

(απόσπασμα)


Το ψου-ψου-ψου αποκρυπτογραφήθηκε. Σήμαινε αντιπαροχή. Θα δίναμε το σπίτι αντιπαροχή. Θα χτιζόταν μια πολυκατοικία που κατά κάποιο τρόπο θα μας έκανε κάπως πλούσιους, με τα μέτρα της εποχής. Το σπίτι θα γκρεμιζόταν και στη θέση του «επιτέλους, να στηθεί ένα σύγχρονο μοντέρνο κτήριο, με τέλεια υδραυλικά, μπάνια, πλακάκια, μάρμαρα, τι ωραία!», είπε η θεία Ιωάννα Καρθαίου.

—Για να 'μαι ειλικρινής, έπιασε τη φιλοσοφία ο Τριαντάφυλλος, έτσι όπως πάει η Αθήνα σε είκοσι χρόνια θα 'χει χάσει εντελώς τη μορφή της. Απ' τη μια κρίμα, απ' την άλλη…

—Καλέ ποια μορφή και αηδίες, πετάχτηκε η θεία Έλλη, που υπολόγιζε κι ένα σημαντικό ποσό απ' τις παλιομπακατέλες του υπογείου του Αγίου Φραγκίσκου.

—Ποιος θα νοιαστεί, βρε Έλλη, για σκουριασμένα ντεπόζιτα, τι είναι αυτά που λες; παρατηρούσε η μαμά, που στο βάθος ήταν ενθουσιασμένη αλλά το 'κρυβε με κραυγαλέους αναστεναγμούς.

—Πάμε στοίχημα ότι θα στα πουλήσω - να μη με λένε Έλλη - όλα ανεξαιρέτως στην Ιερά Οδό; Θυμάσαι έναν Μαυρίδη που είχαμε παλιά εδώ, κάτι σαν επιστάτη; Ε, λοιπόν, ο Μαυρίδης αγοράζει και πουλά παλιοσίδερα και θησαύρισε. Σ' αυτόν θα πάω. Θα δεις…

—Το τι μ' αρέσουν οι συρόμενες πόρτες, Σαλώμη, ούτε και που λέγεται. Συρόμενες να βάλετε, συμπλήρωσε η θεία Λαμπρινή. Και κάτω, παρκέ διαρκείας. Αμάν πια αυτές οι αχανείς σπιταρώνες με τα δωμάτια- Σιβηρίες απ' το κρύο. Στις «Σιβηρίες» χλώμιαζε και ζητούσε κατανόηση απ' τον Τριαντάφυλλο, που χτυπιόταν απ' τα γέλια.

—Τα μαγαζιά που τα πάτε; Τρία μαγαζιά βγάζει ο Ποταμιάνος στο σχέδιο. Τρία μαγαζιά, εκ των οποίων τα δυο τα κρατά για πάρτη του, σχολίαζε η θεία Έλλη, που ήταν και η πιο ενθουσιασμένη απ' την αντιπαροχή.

—Σαν ψέματα μου φαίνονται όλα αυτά, είπε η κυρία Μαρίκα. Μια ζωή τη φάγαμε σε τούτο το σπίτι. Καλό κακό δεν ξέρω. Μια ζωή όμως, πάει, την ξεπουπουλήσαμε…

—Σιγά μην το κάνουμε πυραμίδα των Φαραώ να ταφούμε όλοι εδώ μέσα. Έλα, κυρία Μαρίκα μου, που σ' έπιασε το αισθηματικό σου, την απόπαιρνε τρυφερά η μαμά. Μη νομίζεις, κι εγώ τα σκέφτομαι. Θυμάσαι πώς μπήκα με τη Ραλλού μια σταλίτσα; Γέννησα στο Δημοτικό κι ύστερα ο γιατρός, ο Κιόρογλου, με ξαπόστειλε στο σπίτι, μωρέ μέσα σε τρεις μέρες… Και η Ραλλού έγινε δεσποινίς, κυρία Μαρίκα, και πόσα και πόσα ακόμη… Εμένα θα μου πεις για το σπίτι;

—Οι άνθρωποι κάνουν τα σπίτια. Για τους ανθρώπους τα θυμόμαστε, αποφάνθηκε ο Τριαντάφυλλος.

—Όσο για το ντεπόζιτο με το «πεθαμένο λικέρ», έκανε η θεία Έλλη και το μάτι της γυάλισε, θα το στείλουμε στο Μουσείο. Αν τους πούμε δε και τα κουσούρια του, θα το βάλουν εκεί που έχουν τις Καρυάτιδες…

Κατέβασαν τα κεφάλια όλοι, κοκκινισμένοι απ' τα τολμηρά λόγια της θείας Έλλης. Άρα όλοι είναι στο κόλπο, σκέφτηκα με την καρδιά σφιγμένη. Το πρώτο γέλιο το άρχισε η θεία Λαμπρινή και ακολούθησαν με τσιριχτά γέλια και οι άλλοι. Ο Τριαντάφυλλος σάστισε μια στιγμή, αλλά όταν η μαμά τού εξήγησε κάτι στο αυτί, με κινήσεις μάλιστα που έδειχναν την αφροδισιακή μυθολογία του «πεθαμένου λικέρ», έβαλε κι αυτός τα γέλια.

—Ποιος ξέρει τι θυμηθήκατε και δε μου λέτε, ψευτοθύμωσε η κυρία Μαρίκα και γέλασε κι αυτή. Στο χωριό μου έλεγαν: «Όλοι γέλαγαν μ' εμένα, ξεκαρδίστηκα κι εγώ».

Μεταδεδομένα

< Οπτική γωνία παιδιού > < Αθήνα > < Αστική ζωή >