«Τον Μάιο του 1866 οι χριστιανοί της νήσου υπέβαλαν "ευσεβάστως" στο Σουλτάνο ορισμένα αιτήματα, όπως η ανακούφιση από κάποιους φόρους, η βελτίωση της συγκοινωνίας, η εκλογή των δημογεροντιών, η επανεισαγωγή της ελληνικής γλώσσας στις δικαιοπραξίες, η εξασφάλιση της προσωπικής ελευθερίας και η δημιουργία σχολείων και νοσοκομείων. Η απάντηση της Υψηλής Πύλης έφθασε στις 20 Ιουλίου και ήταν απορριπτική και απειλητική, ενώ διατασσόταν η σύλληψη των αρχηγών της "ανταρσίας". Ήδη οι μουσουλμάνοι κατέφευγαν με τις οικογένειές τους στις πόλεις, όπου αισθάνονταν ασφαλέστεροι, ενώ οι χριστιανοί οπλίζονταν και συγκεντρώνονταν στα βουνά, κηρύσσοντας την "Ένωση".
Η κραυγή της Κρήτης συγκίνησε την ελληνική κοινή γνώμη, ιδίως μετά το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου (9 Νοεμβρίου 1866). Μέσω μιας ειδικής "Επιτροπής", συγκεντρώνονταν και στέλνονταν στο επαναστατημένο νησί πολεμοφόδια και τρόφιμα, ενώ παράλληλα εθελοντές αποβιβάζονταν κατά καιρούς σε απόμερες ακτές.
Ακολούθησε η πλέον επίμονη και αιματηρή από όλες τις επαναστάσεις της Κρήτης του 19ου αιώνα. Διήρκεσε περίπου τρία χρόνια, χωρίς ωστόσο να καταφέρει να ανατρέψει το διεθνές διπλωματικό κλίμα, που ευνοούσε τη διατήρηση του status quo της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Παράλληλα, η όξυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων έφθασε στο αποκορύφωμά της, καθώς οι δύο χώρες διέκοψαν τις διπλωματικές τους σχέσεις και έφθασαν στα πρόθυρα πολέμου, ο οποίος αποσοβήθηκε με την παρέμβαση διεθνούς διάσκεψης που επέβαλε στην Ελλάδα να μην υποθάλπει το σχηματισμό εθελοντικών ομάδων και τον εφοδιασμό των εξεγερμένων.»