«Το γνώριζαν στ' αλήθεια καλά οι νεκροφόροι της Αθήνας το πρόσωπο της χολέρας. Εκείνο το φθινόπωρο του 1854, "κρούσμα εσήμαινε θάνατος". Έτρεχε ο κόσμος, να γλιτώσει. Έφευγε μακριά προς τα χωριά της Αττικής. Από τον Οκτώβρη κιόλας "…τον ένοιωθε χωρίς να τον βλέπει τον εχθρό, ο άμoιρος ο κόσμος, παντοδύναμο σαν τον Θάνατο. Και έφευγεν. Η Ιερά Οδός, η οδός των Πατησίων, της Κηφισιάς, του Μαραθώνος, κάθε δρόμος που έφερνε σ' ένα χωριό της Αττικής ήτο γεμάτος από κάρρα, αμάξια, φορτηγά, ζώα, πεζούς, παντού μία ατέλειωτη αλυσίδα, που εσέρνουντο και σήκωνε παχύ, ουρανόψηλο τον κουρνιαχτό. (…) Ω, τα ελεεινά καραβάνια της συμφοράς!
Πολλοί δυστυχισμένοι, που δεν είχαν τις τρακόσιες ή τετρακόσιες δραχμές που είχε φτάσει το αγώι ενός αμαξιού έως εις τα περίχωρα, έφευγαν φορτωμένοι ολίγα ρούχα στον ώμο, ένα καλάθι με ψωμί στο χέρι, κι οι γυναίκες έσερναν τα παιδιά. (…) Τριάντα χιλιάδες ψυχές είχαν τότε αι Αθήναι. Δεν έμειναν μέσα στην πόλι περισσότερες από οκτώ. Μακρυά, μακρυά από το φαρμάκι που ξερνάει ο ανασασμός της θεοκατάρατης της "Ξένης"».