Περιμένουμε τα σχόλια σας

Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας

«Πραγματικά, απ’ την αρχή των εχθροπραξιών ανάμεσα στην Πύλη και στη Ρωσία, η Ήπειρος, η Θεσσαλία και η Μακεδονία ξεσηκώθηκαν (1854). Οι τουρκικές δυνάμεις κατέπνιξαν γρήγορα αυτές τις εξεγέρσεις που είχαν μείνει αβοήθητες από την ολότελα απροετοίμαστη ελληνική κυβέρνηση. Οι διπλωματικές σχέσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία διακόπηκαν κι οι σύμμαχες δυνάμεις, η Γαλλία κι η Αγγλία, αποφάσισαν να καταλάβουν τον Πειραιά για να επιτηρούν την Ελλάδα (Μάιος-Ιούνιος 1854), που κηρύχτηκε ουδέτερη και ξανάρχισε τις διπλωματικές σχέσεις με την Τουρκία. Η κατοχή του Πειραιά συνεχίστηκε ακόμα και μετά το τέλος του Κριμαϊκού πολέμου. Οι Σύμμαχοι αρνήθηκαν στην Ελλάδα να συμμετάσχει στο Συνέδριο του Παρισιού που καθόρισε τη συνθήκη ειρήνης (1856). Οι αγγλογαλλικές δυνάμεις δεν εκκένωσαν την Ελλάδα παρά το 1857, αφού επέβαλαν μια επιτροπή ελέγχου που έμεινε στη θέση της ως το 1859.»

Ο Κριμαϊκός Πόλεμος και ο Ελληνισμός

«Οι πολεμικές επιχειρήσεις στην Κριμαία σταμάτησαν τελικά τον Ιανουάριο του 1856, έπειτα από απειλητικό τελεσίγραφο της Αυστρίας προς τον τσάρο, με το οποίο δήλωνε ότι θα επενέβαινε στο πλευρό των Αγγλογάλλων και των Τούρκων, αν η Ρωσία δεν αποδεχόταν τους όρους της για τον τερματισμό του πολέμου. Η συνθήκη των Παρισίων της 18/30 Μαρτίου 1856 έθεσε και τυπικά τέρμα στον πόλεμο, αλλά από την ελληνική πρωτεύουσα οι δυνάμεις Κατοχής αποχώρησαν μόνο το Φεβρουάριο του επόμενου έτους, έπειτα από συνολική παραμονή δύο ετών και οκτώ μηνών.

Η Ελλάδα δεν αντιπροσωπεύθηκε στο συνέδριο των Παρισίων. Αίτημα του Ραγκαβή να γίνει δεκτή ελληνική παρέμβαση υπέρ των χριστιανικών πληθυσμών της Τουρκίας απορρίφθηκε από τους Συμμάχους με το αιτιολογικό ότι το Χάτι Χουμαγιούν του σουλτάνου […] αντιμετώπιζε ικανοποιητικά, και μάλιστα υπό την εγγύηση των Δυνάμεων, όλα τα σχετικά θέματα. Επίσης απορρίφθηκε και δεύτερο ελληνικό αίτημα, η συμμετοχή της Ελλάδος δηλαδή στη Διεθνή Επιτροπή για τη ναυσιπλοΐα του Δούναβη. Έτσι, όλες οι προσπάθειες της ελληνικής κυβερνήσεως στράφηκαν μόνο προς το αίτημα της αποχωρήσεως των ξένων στρατευμάτων. Αλλά και αυτό άργησε να πραγματοποιηθεί παρά τα επανειλημμένα διαβήματα του Ραγκαβή προς τη Γαλλία και την Αγγλία. Τελικά, μόνον έπειτα από ισχυρή πίεση της Ρωσίας προς τις άλλες Δυνάμεις, η οποία είχε θέσει το θέμα και κατά τη διάρκεια του συνεδρίου, και αφού η Ελλάδα αναγκάσθηκε να αποδεχθεί την εγκατάσταση στη χώρα μιας επιτροπής Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου, άρχισε η αποχώρηση των γαλλικών στρατευμάτων από τον Πειραιά, που ολοκληρώθηκε στις 16/28 Φεβρουαρίου 1857.»

Ο Κριμαϊκός Πόλεμος και ο Ελληνισμός

«Στο μεταξύ με αφορμή το ανθυγιεινό κλίμα του Πειραιά, η κατοχή των Αγγλογάλλων επεκτάθηκε το καλοκαίρι του 1854 ως τα Πατήσια και την Πεντέλη. Οι δυνάμεις Κατοχής, αν και ασχολήθηκαν και με πολλά κοινωφελή έργα, μολαταύτα με τους προκλητικούς στρατιωτικούς περιπάτους τους στην Αθήνα, ακόμη και μπροστά από τα ανάκτορα, με την ιταμή συμπεριφορά τους και τα επεισόδια που δημιουργούσαν με Έλληνες πολίτες και υπαλλήλους, όπως ήταν η καταστροφή των πιεστηρίων της εφημερίδας Αιών και η απαγωγή στον Πειραιά του έκδοτη της Ιωάννη Φιλήμονα, η σύλληψη και η φυλάκιση του Κων. Λεβίδη, διευθυντή και αρχισυντάκτη της εφημερίδας Έλπίς, η επέμβασή τους και στα εσωτερικά ακόμη ζητήματα της διοικήσεως του κράτους, όπως π.χ. στη μετάθεση αξιωματικών και δικαστικών, και άλλα, μεγάλωσαν την αγανάκτηση του πληθυσμού και ενίσχυσαν τη δημοτικότητα του Όθωνος.

Την αγανάκτηση του λαού την αύξησε σε μεγάλο βαθμό και η εμφάνιση της χολέρας, που την μετέφεραν τα γαλλικά στρατεύματα από τη Βάρνα και εκδηλώθηκε πρώτα στις δυνάμεις Κατοχής του Πειραιά. Επειδή μάλιστα οι αρχές Κατοχής δεν επέτρεψαν τότε την τήρηση των απαραίτητων αυστηρών υγειονομικών μέτρων, η επιδημία διαδόθηκε γρήγορα στην Αθήνα και επί πέντε μήνες λυμαινόταν την πρωτεύουσα. Η χολέρα προκάλεσε το θάνατο 3.000 περίπου ατόμων, του 1/10 δηλαδή του πληθυσμού της πρωτεύουσας που δεν ξεπερνούσε τις 30.000 κατοίκους. Ο Νοέμβριος του 1854, κατά τον οποίο πέθαναν 800 τουλάχιστον άτομα, υπήρξε ο χειρότερος μήνας. Η επιδημία έπληξε ιδιαίτερα το μεσημβρινό τμήμα της πόλεως, όπου κατοικούσαν πολλοί μαζί και κάτω από άθλιες συνθήκες, πρόσφυγες, διωγμένοι από τις τουρκοκρατούμενες ελληνικές περιοχές μετά τη διακοπή των ελληνοτουρκικών σχέσεων.»

Χολέρα, ληστείες, κακοκαιρία, και άλλα

«Τα πρώτα χολερικά συμπτώματα φάνηκαν στον Πειραιά στις 25 Ιουνίου του 1854. Αλλά το φούντωμα της χολέρας έγινε στις 3 Ιουλίου. […]

Όταν η επιδημία άρχισε να εξαπλώνεται περισσότερο, αποφασίσθηκε από το Ιατρο-συνέδριο ο αποκλεισμός του Πειραιά με στρατιωτική ζώνη. […] Αλλά η απόφασή του αντί να ευχαριστήσει τους Αθηναίους αντίθετα, τους δυσαρέστησε και οι εφημερίδες είχαν γεμίσει από παράπονα "διά την παρεμπόδιση της συγκοινωνίας μεταξύ των δύο πόλεων". Πέρα βρέχει! λέγανε αμέριμνοι οι Αθηναίοι, χωρίς να καταλαβαίνουν το μεγάλο κίνδυνο, που τους απειλούσε. Δυστυχώς γι' αυτούς ….έβρεχε πολύ κοντά. […]

Ενώ λοιπόν ακόμη στην Αθήνα δεν έχει φτάσει η χολέρα, στον Πειραιά τα κρούσματά της πολλαπλασιάζονται. Και όσοι προσβάλλονται από αυτή, πεθαίνουν σε λίγες ώρες. Οι Πειραιώτες τότε αρχίζουν να φεύγουν από την πόλη σωρηδόν. Πηγαίνουν στην Ύδρα, στην Αίγινα, στις Σπέτσες, στην Σύρο και στ' άλλα νησιά.»

Η Ξένη που έσπερνε τον θάνατο

«Το γνώριζαν στ' αλήθεια καλά οι νεκροφόροι της Αθήνας το πρόσωπο της χολέρας. Εκείνο το φθινόπωρο του 1854, "κρούσμα εσήμαινε θάνατος". Έτρεχε ο κόσμος, να γλιτώσει. Έφευγε μακριά προς τα χωριά της Αττικής. Από τον Οκτώβρη κιόλας "…τον ένοιωθε χωρίς να τον βλέπει τον εχθρό, ο άμoιρος ο κόσμος, παντοδύναμο σαν τον Θάνατο. Και έφευγεν. Η Ιερά Οδός, η οδός των Πατησίων, της Κηφισιάς, του Μαραθώνος, κάθε δρόμος που έφερνε σ' ένα χωριό της Αττικής ήτο γεμάτος από κάρρα, αμάξια, φορτηγά, ζώα, πεζούς, παντού μία ατέλειωτη αλυσίδα, που εσέρνουντο και σήκωνε παχύ, ουρανόψηλο τον κουρνιαχτό. (…) Ω, τα ελεεινά καραβάνια της συμφοράς!

Πολλοί δυστυχισμένοι, που δεν είχαν τις τρακόσιες ή τετρακόσιες δραχμές που είχε φτάσει το αγώι ενός αμαξιού έως εις τα περίχωρα, έφευγαν φορτωμένοι ολίγα ρούχα στον ώμο, ένα καλάθι με ψωμί στο χέρι, κι οι γυναίκες έσερναν τα παιδιά. (…) Τριάντα χιλιάδες ψυχές είχαν τότε αι Αθήναι. Δεν έμειναν μέσα στην πόλι περισσότερες από οκτώ. Μακρυά, μακρυά από το φαρμάκι που ξερνάει ο ανασασμός της θεοκατάρατης της "Ξένης"».

Η Ξένη που έσπερνε τον θάνατο

«Η "Ξένη" ­ έτσι ονομάστηκε η επιδημία της χολέρας ­ έφθασε στην Ελλάδα το 1853. Πρωτοπάτησε το πόδι της στον Πειραιά, όπου την έφεραν Γάλλοι στρατιώτες που επέστρεφαν από την Κριμαία. Έτσι… "ήταν γραφτό να στήση στον άμοιρο, στον πολυβασανισμένο τούτο τόπο, το μαύρο τσαντήρι της, στριγγλιάρα γύφτισσα, η πρασινοκίτρινη αμαζόνα του θανάτου, η Επιδημία", όπως γράφει ο Εμμανουήλ Λυκούδης στο διήγημά του «Η Ξένη του 1854», ένα κείμενο λογοτεχνικό μεν, με την ακρίβεια όμως λεπτομερών περιγραφών, απανθισμένο με αποσπάσματα από εφημερίδες της εποχής. […]

Η χολέρα δεν άργησε να ρίξει άγκυρα στον Πειραιά. Μέχρι τις 6 Ιουλίου οι δρόμοι είχαν γεμίσει με χαρτιά, "κι αφού το τύμπανο εξεκούδαινε τον φοβισμένο κόσμο, ένας κήρυξ εδιάβαζε στα σταυροδρόμια:
Αριθ. 79
ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Το Υπουργείον των Εσωτερικών προς τους Νομάρχας του Κράτους:
Σπεύδομεν με λύπην μας να σας κοινοποιήσωμεν, κύριε Νομάρχα, ότι εις τον Πειραιά από προχθές εφάνησάν τινα περιστατικά εμφαίνοντα χολέραν. Η Κυβέρνησις έλαβε τα συντονώτερα μέτρα κ.λπ…
Αυτά τα τινά περιστατικά ήσαν καμιά τριανταριά θάνατοι την ημέρα εις τα νοσοκομεία και εις την πόλιν. Τα συντονώτερα μέτρα ήσαν ότι δεν είχαν την άδεια να έλθουν από τον Πειραιά οικογένειες και να κατοικήσουν εις τας Αθήνας…»

Όταν θέριζε η χολέρα

«Από το 1854 και μετά δεν σημειώθηκε τέτοια μεγάλη επιδημία χολέρας. Αυτό οφείλεται σε έναν Βρετανό γιατρό, τον Τζον Σνόου, που θεμελίωσε τη θεωρία για την προέλευση της φοβερής αρρώστιας.
Η επιδημία είχε χτυπήσει και το Λονδίνο. Τη νύχτα της 31ης Αυγούστου 1854 αναφέρθηκαν στη βρετανική πρωτεύουσα 50 περιπτώσεις χολέρας, ενώ τις επόμενες 4 μέρες αναφέρθηκαν ακόμη τετρακόσιοι.
Ο Τζον Σνόου αποφάσισε να επαληθεύσει την ορθότητα της θεωρίας, που επανειλημμένα είχε αναπτύξει σε επιστημονικά συνέδρια, ότι δηλαδή η χολέρα δεν προερχόταν από τον αέρα αλλά από το βρώμικο νερό.
Άρχισε έρευνα για να διαπιστώσει από ποιο σημείο του Λονδίνου είχε ξεκινήσει η αρρώστια. Σύντομα διαπίστωσε ότι τα περισσότερα θύματα των πρώτων ημερών κατοικούσαν στην οδό Μπρόαντ, όπου υπήρχε μία αντλία νερού. Από τα ογδόντα εννέα θύματα των δύο πρώτων ημερών της επιδημίας, οι εβδομήντα εννέα προμηθεύονταν νερό από τη συγκεκριμένη αντλία. Αλλά και υπόλοιποι δέκα που δεν ζούσαν κοντά στην περιοχή εκείνη, μετέφεραν συχνά νερό από τη συγκεκριμένη αντλία στο σπίτι τους.

Η ανακάλυψή του έκανε πάταγο. Στις 8 Σεπτεμβρίου οι Αρχές έκλεισαν την αντλία. Αργότερα άρχισε μια εκστρατεία καθαρισμού των αγωγών που μετέφεραν νερό. Εγκαινιάστηκε συντονισμένη προσπάθεια για την παρασκευή φαρμάκων, ικανών να αντιμετωπίσουν την αρρώστια.»