«Μετά από διαβουλεύσεις, δισταγμούς και προσδοκίες, που κράτησαν όλο σχεδόν το καλοκαίρι του 1944, η ΠΕΕΑ και το ΕΑΜ έστειλαν επιτέλους υπουργούς για να μετάσχουν στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας του Γεωργίου Παπανδρέου. Στις 2 Σεπτεμβρίου, η κυβέρνηση με τη νέα της υπόσταση άρχισε τη λειτουργία της, όχι πάντοτε με ομαλό τρόπο. Στις 28 Σεπτεμβρίου, ενώ η απελευθέρωση πολλών περιοχών της Ελλάδας από τον ΕΛΑΣ (και από τον ΕΔΕΣ που στο μεταξύ, από τον Ιούνιο, είχε διακόψει την απραξία του) είχε ολοκληρωθεί, υπογράφηκε στην Καζέρτα της Ιταλίας μία νέα συμφωνία η οποία, στο κυριότερο σημείο της, καθιστούσε το Βρετανό στρατηγό Ρόναλντ Σκόμπι γενικό διοικητή- αρχιστράτηγο ουσιαστικά- του συνόλου των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων, όπως και των βρετανικών αντίστοιχων που θα έρχονταν στην Ελλάδα.
Στο μεταξύ ο πόλεμος ανάμεσα στις δυο Ελλάδες συνεχιζόταν ως την τελευταία στιγμή. Το κύριο χαρακτηριστικό της περιόδου ήταν η βίαιη μετατόπιση των εσωτερικών συνόρων, όπως αυτά είχαν δημιουργηθεί από τις αρχές κιόλας του 1944. Τα όρια ανάμεσα στην Ελεύθερη Ελλάδα και την αντίστοιχη κατεχόμενη ήσαν σχεδόν απόλυτα και διέτρεχαν ακόμα και την Αθήνα, η οποία είχε χωριστεί στις κατεχόμενες ζώνες- όπου κυριαρχούσαν οι δυνάμεις κατοχής και τα ποικιλώνυμα Τάγματα Ασφαλείας- και στις συνοικίες της περιφέρειας, όπου κυριαρχούσε το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ της Αθήνας. […]
Η εξάπλωση της Ελεύθερης Ελλάδας έγινε έτσι με ραγδαίους ρυθμούς σε όλη την επικράτεια και σταμάτησε μόνο εκεί όπου οι συμφωνίες και οι διαταγές απαγόρευαν την περαιτέρω κίνηση: στην Ήπειρο, που είχε αφεθεί στον Ζέρβα, και στην Αθήνα, όπου οι δυνάμεις του τακτικού ΕΛΑΣ δεν είχαν δικαίωμα να μπουν. Σε αυτές τις συνθήκες όλοι περίμεναν την Απελευθέρωση, χωρίς όμως οι διαθέσεις και οι ως προς αυτήν προσδοκίες να είναι ακριβώς οι ίδιες.»