«Ένας από τους δρόμους της αναζωπύρωσης της βιομηχανικής κίνησης ήταν η διάχυση των μικρών παραγωγικών μονάδων σε όλη την Ελλάδα. Σε συνθήκες ανέχειας και μετανάστευσης, μικροεπιχειρηματίες άρχισαν να αξιοποιούν συστηματικότερα τη διαθέσιμη (γυναικεία) οικιακή εργασία, να οργανώνουν δίκτυα εμπορευματοποίησης κλωστοϋφαντουργικών (οικιακών) προϊόντων ή να στήνουν εποχικές φάμπρικες (μύλους, ελαιουργεία, οινοπνευματοποιεία, σταφιδοκαθαριστήρια) που εξασφάλιζαν συμπληρωματικό μεροκάματο στα αγροτικά νοικοκυριά. Στις πόλεις αντίστοιχα, επεκτάθηκαν τα συστήματα της κατ' οίκον εργασίας και τα μικρά εργαστήρια. Πόλεις όπως η Πάτρα, ο Βόλος, η Ερμούπολη και κυρίως η Αθήνα γέμισαν μικρές βιοτεχνίες (πλεκτήρια, ραφεία).
Η καθαυτό βιομηχανία σύντομα ακολούθησε την κινητικότητα της βιοτεχνίας, η οποία σε αρκετές περιπτώσεις δημιουργούσε νέα ζήτηση για ενδιάμεσα προϊόντα. Από τα τελευταία χρόνια του αιώνα, ιδρύθηκαν νέα βαμβακουργικά εργοστάσια, ιδίως στις επαρχιακές πόλεις (Ερμούπολη, Βόλος, αντίστοιχα στη Νάουσα-Έδεσσα της Μακεδονίας) και ακολούθησαν, στην Αθήνα και τον Πειραιά, τα πρώτα εργοστάσια μάλλινων. Η ποτοποιία, που είχε υπερδιογκωθεί κατά την κρίση της φυλλοξήρας και σημείωνε επιτυχίες στις εξαγωγές με το ελληνικό "κονιάκ", οδηγούσε στη δημιουργία νέων εργοστασίων οινοπνεύματος στον Πειραιά, την Ελευσίνα, την Καλαμάτα και αλλού. Μικρά μηχανουργεία ιδρύθηκαν σε όλες τις σημαντικές πόλεις, ενώ οι μεγαλύτερες εγκαταστάσεις στα βιομηχανικά κέντρα επεκτείνονταν για να εξυπηρετήσουν τη ναυτιλία και τους σιδηροδρόμους (Βασιλειάδης, Πειραιάς 1898, Νεώριο, Ερμούπολη 1898, Σταματόπουλος, Βόλος 1895, μηχανουργεία σιδηροδρομικών εταιρειών).»