Περιμένουμε τα σχόλια σας

Ιστορία του βόρειου Ελληνισμού

«Όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί και υπογραμμιστεί η συνθήκη του Πασσάροβιτς (1718) συνέβαλε σταθερά στην προσέγγιση των Ηπειρωτών με τις αυστριακές χώρες λόγω της ενσωμάτωσης μεγάλων τμημάτων της Σερβίας, του Βελιγραδίου και άλλων περιοχών στην Αυστρία. Η διακίνηση των Ηπειρωτών προς τα νέα εδάφη είχε καταστεί ευχερέστερη και η δυνατότητα που τους παρεχόταν να εγκατασταθούν στα μέρη εκείνα και να διευρύνουν τις εμπορικές συναλλαγές τους, δημιούργησαν νέες προϋποθέσεις για τη μελλοντική παρουσία τους τόσο στον ευρωπαϊκό όσο και στον βαλκανικό χώρο. Ηπειρώτες από τα Ζαγόρια, το Μέτσοβο, τα Γιάννινα και κυρίως από τη Μοσχόπολη μετέφεραν μαζί με τους Δυτικομακεδόνες συμπατριώτες τους τα εμπορεύματά τους αρχικά στη Σερβία με πρώτο σταθμό το Ζέμουν (Σεμλίνο) και έπειτα στην Αυστρία, στην Ουγγαρία, στις παραδουνάβιες ηγεμονίες και στη Ρωσία. Μεγάλα καραβάνια ξεκινούσαν από τη Δυτική Μακεδονία και τη Μοσχόπολη και διά μέσου του Ζέμουν ξεχύνονταν στην Κεντρική Ευρώπη.»

Επισκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας

«Ο ιη' αι. σημειώνει αποφασιστική στροφή στην εξέλιξη του ελληνικού έθνους. Με την κατάληψη της Πελοποννήσου το 1715 συμπληρώνεται η πολιτική ενότητα του Ελληνισμού κάτω απ’ τους Τούρκους. Η εποχή των συνεχών πολέμων στα Βαλκάνια, που παρέλυαν την οικονομική ζωή, έχει περάσει. Η σχετική ειρήνη- οι τουρκοβενετικές και ρωσοτουρκικές συγκρούσεις έχουν σύντομη διάρκεια- ευνοεί τη σταθερή εγκατάσταση στην Ανατολή του ευρωπαϊκού εμπορίου, που τώρα περνά σχεδόν ολοκληρωτικά στα χέρια των δυο μεγάλων εμπορικών δυνάμεων της εποχής, της Γαλλίας και της Αγγλίας. Ένα άλλο φαινόμενο σημαντικό για τον ελληνισμό είναι ο μετατοπισμός σ' αυτή την εποχή της εμπορικής δραστηριότητας από τις νότιες και νοτιοανατολικές περιοχές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας προς τις βορειότερες και βορειοδυτικότερες (δηλαδή στη Μικρά Ασία και τα Βαλκάνια), όπου βρίσκεται η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων. Η άνοδος του εξωτερικού εμπορίου των Δυτικών συμβάλλει στην ανάπτυξη του εσωτερικού εμπορίου στα Βαλκάνια, που βρίσκεται σχεδόν καθ’ ολοκληρία στα χέρια των Ελλήνων (μόνο οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης τούς έκαναν περιορισμένο ανταγωνισμό) και στην Ανατολή, όπου το μοιράζονταν με τους Αρμενίους. Η Σμύρνη κι η Θεσσαλονίκη γίνονται οι οικονομικές πρωτεύουσες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αναπτύσσονται κι άλλα εμπορικά κέντρα, τα Ιωάννινα, η Άρτα, η Πάτρα, το Ηράκλειο, η Χίος κ.λπ. Στη Δυτική Ευρώπη, στη Γερμανία και στην Αυστρία, αργότερα στη νότια Ρωσία (Όδησσός) και στη Γαλλία (Μασσαλία) δημιουργούνται νέες ελληνικές παροικίες που δεν αποτελούνται πια από πρόσφυγες, όπως οι παροικίες της προηγούμενης εποχής, αλλ' από εμπορευόμενους που πέρασαν απ’ το παθητικό στο ενεργητικό εμπόριο.»

Το εμπόριο ως γενικευμένη εθνική εξειδίκευση

«Κοντά στις καθαρά εμπορικές εταιρείες άκμασαν και αυτές των εκδοτικών οίκων και τυπογραφείων. Η εκδοτική δραστηριότητα των Ελλήνων, ήδη εμφανής από το 15ο αιώνα αλλά κυρίως από το τέλος του 17ου αιώνα στη Βενετία, όπου λειτούργησαν επί μακρόν εκδοτικοί οίκοι, όπως των Γλυκήδων (1670-1854) και του Δημητρίου και του Πάνου Θεοδοσίου 1755-1824), απλώθηκε, από τα τέλη του 18ου αι. στη Βιέννη με επίδοση κυρίως στο νεοτερικό βιβλίο. Στο τυπογραφείο του Γεωργίου Βεντότη, το 1784, τυπώθηκε η πρώτη, ολιγόμηνης διάρκειας, ελληνική εφημερίδα και σε αυτό των διαδόχων του, αδελφών Μαρκιδών Πούλιου, εκδιδόταν κατά το διάστημα από 1790-1797 η Εφημερίς της Βιέννης. Το τυπογραφείο έκλεισε αναγκαστικά μετά τη σύλληψη των εκδοτών, καθώς είχαν εκδώσει τα επαναστατικά κείμενα του Ρήγα, που συνελήφθη το Δεκέμβριο του 1797 από τις αυστριακές αρχές στην Τεργέστη και θανατώθηκε από τους Τούρκους στο Βελιγράδι το 1798. Τα βιβλία που τυπώνονταν στις παροικίες διοχετεύονταν στα σχολεία τους αλλά αποτελούσαν και αντικείμενο εμπορίου στα πανηγύρια στο Λεβάντε. Η σταδιακή αύξουσα ίδρυση των ελληνικών σχολίων στην οθωμανική Ανατολή απαιτούσε μεγαλύτερη παραγωγή βιβλίων και έτσι το έντυπο γινόταν εκτός από πνευματικό και ένα κερδοφόρο προϊόν. Το νεοτερικό βιβλίο δεν προοιώνιζε καταρχήν μια κερδοφόρα εκδοτική επιτυχία το κενό καλυπτόταν από τη μέθοδο των συνδρομητών, που οι πιο πολλοί από αυτούς ζούσαν στις παροικίες της κεντρικής Ευρώπης, στις Παρίστριες Ηγεμονίες, στη Σμύρνη, τα αστικά κέντρα του μακεδονικού και ηπειρωτικού ελληνισμού της Μακεδονίας και της Ηπείρου, όπου άκμαζαν και τα περισσότερα εκπαιδευτήρια. Εκδοτική επιτυχία φαίνεται πως σημείωναν τα εμπορικά εγχειρίδια, καθώς κάλυπταν τις ανάγκες εμπόρων στις παροικίες και στο Λεβάντε.»

Νεοελληνικός Διαφωτισμός

«Ο διαφωτισμός θεωρείται συχνά ως πνευματική εκδήλωση της ελληνικής Διασποράς. Η διαπίστωση είναι μεν αληθής αλλά δεν ανταποκρίνεται προς τη συνολική ιστορική εικόνα. Στις ελληνικές παροικίες της Δυτικής και της Κεντρικής Ευρώπης, στη Βενετία, τη Βιέννη, τη Βουδαπέστη, την Τεργέστη, τη Λιψία, τη Μασσαλία, το Λιβόρνο, το Άμστερνταμ, το Παρίσι, οι Έλληνες έρχονταν πάντοτε σε επαφή με τα πνευματικά ρεύματα της Δύσης και στις εστίες αυτές της ελληνικής Διασποράς συντελέστηκαν με ποικίλους τρόπους και σε πολλά επίπεδα οι επαφές με τον Διαφωτισμό. Άλλωστε στα κέντρα αυτά της ευρωπαϊκής τυπογραφίας πραγματοποιήθηκε και το μέγιστο μέρος της εκδοτικής παραγωγής του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Επίσης οι πόλεις της νότιας Ρωσίας και της Ουκρανίας, που την εποχή της ακμής του Διαφωτισμού είχαν αποικιστεί από Έλληνες, αλλά κατ' εξοχήν οι ελληνικές παροικίες των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών της Βλαχίας και της Μολδαβίας, όπως και εκείνες της Τρανσυλβανίας και της Ουγγαρίας, απέβησαν κοιτίδες της ελληνικής παιδείας των Φώτων.»

Η νεωτερική πρόκληση

«Το κίνημα του νεοελληνικού Διαφωτισμού εμφανίζεται λίγο πριν από τα μέσα του 18ου αιώνα: έρχεται να μορφοποιήσει ροπές, διαθέσεις και επιτεύγματα που απορρέουν από τις κοινωνικές αναταράξεις και διαφοροποιήσεις που συνοδεύουν την άνοδο των φαναριωτών και της εμπορικής τάξης και που τείνουν να μεταφέρουν στην "καθ' ημάς Ανατολή", στις εμπορικές παροικίες και, ως ένα βαθμό, και στις υπόλοιπες βαλκανικές χώρες, ρεύματα παράλληλα κι εκείνα της "δυτικότερης" Ευρώπης. Χωρίς, πάντως, να οδηγούνται στις τολμηρότερες λύσεις που είχε τη δυνατότητα να προτείνει και να επιτύχει ο (δυτικο)ευρωπαϊκός Διαφωτισμός. Οι ρυθμοί θα είναι πιο αργοί και, στις πρώτες, ιδίως, περιόδους η μετακένωση εμφανίζεται ετεροχρονισμένη. Να θυμόμαστε, πάντα, ότι οι βαλκάνιοι έμποροι αντιπροσωπεύουν μία πολυμιγή εθνοπολιτισμική σύνθεση: εκφράζονται με την ελληνική γλώσσα, μετέχουν της ελληνικής παιδείας, φέρνουν, ταυτόχρονα, στους κόλπους τους τα σπέρματα των μελλοντικών αντιθετικών εθνικισμών.»

Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο Ελληνικό Βασίλειο

«Ο Διαφωτισμός συνέπεσε με την οικονομική ανάπτυξη των Ελλήνων, που έφερε τους έλληνες εμπόρους σε επαφή με την Ευρώπη και τους απέκοψε από το απόκοσμο πνεύμα της παραδοσιακής ελληνικής κοινωνίας. Τα έργα του Locke, του Descartes, του Leibnitz, του Rousseau και του Voltaire μεταφράστηκαν στα ελληνικά πολύ σύντομα μετά τη δημοσίευση τους στην Ευρώπη. Στα προγράμματα των ελληνικών σχολείων, που είχαν ως τότε θρησκευτικό προσανατολισμό, εισάγονταν τα μαθηματικά, οι φυσικές επιστήμες και η λογοτεχνία, ενώ έλληνες σπουδαστές έφευγαν για τη Δύση για να συνεχίσουν τις σπουδές τους. Ακόμη και η Εκκλησία γινόταν πιο ουμανιστική. Και ενώ δεν έλειπαν οι συντηρητικοί ιερωμένοι που αντιδρούσαν, το Πατριαρχείο, που ελεγχόταν ουσιαστικά από τους Φαναριώτες, έγινε ένα από τα κύρια κέντρα προπαγανδισμού των νέων γνώσεων. Διατηρούσε μια διακεκριμένη σχολή, οργάνωσε τυπογραφείο και διέθετε υποτροφίες σε κληρικούς για να σπουδάσουν στην Ευρώπη. Τα παραδοσιακά αντιευρωπαϊκά αισθήματα τα διαδεχόταν ο θαυμασμός προς τη Δύση.»

Το σχήμα του Διαφωτισμού

«Η ευημερία την οποία πρωτογνωρίζει ο Ελληνισμός σ' αυτή την αρχομένη περίοδο του Διαφωτισμού, ή, και, ας πούμε, του προδιαφωτισμού, η ραγδαία οικονομική και πνευματική άνοδος των χώρων της "καθ’ ημάς Ανατολής", θα έχη, αναφορικά με τον Διαφωτισμό, άμεσες συνέπειες στους φορείς της ευημερίας αυτής: στους εμπόρους και στους λογίους. Ο εμπορικός κόσμος, ο οποίος επικαλύπτεται με τον φαναριωτικό, τείνει προς την κοινωνική ηγεσία. στην αρχή υπάρχει αισθητό προβάδισμα του φαναριωτισμού, αλλά μέσα σε λίγες δεκαετίες το προβάδισμα τούτο θα εξουδετερωθή, με τη βαθμιαία επιβράδυνση του ανακαινιστικού παλμού των Φαναριωτών και την τελική ευθυγράμμιση τους με δυνάμεις τού Ελληνισμού σαφώς συντηρητικές. Οι λόγιοι αποκτούν ολοένα και σαφέστερη συνείδηση της σημασίας τους μέσα στο κοινωνικό σύνολο, και της αυτονομίας τους απέναντι των άλλων κοινωνικών ομάδων, ενώ συνάμα ανεξαρτοποιούνται ως ένα βαθμό από την Εκκλησία: ενώ πριν η στρατολόγησή τους γίνεται με συντριπτική πλειονοψηφία ανάμεσα στους κληρικούς, στα χρόνια του Διαφωτισμού ολοένα και περισσότερο έχουν προέλευση κοσμική. Έτσι, ο τύπος του εμπόρου του ασχολουμένου με γενικά θέματα παιδείας, ο οποίος έχει ανησυχίες πνευματικές, καλλιεργεί με κάποιο τρόπο τη λογιοσύνη, θα πάρη, επάνω στον φθίνοντα αιώνα, μια υπόσταση εντελώς αισθητή. Ας θυμηθούμε πρόσωπα δηλωτικά του είδους: τον Ιωάννη Πρίγκο, τον Γεώργιο Ζαβίρα, τον Γεώργιο Κρομμύδα, τον Αλέξανδρο Βασιλείου, τον Αθανάσιο Ψαλίδα, τον Κωνσταντίνο Μπέλλιο, και, κορυφαίο του είδους, τον Κοραή. Άλλοι βαραίνουν προς τη μεριά του πλούτου, άλλοι προς τη μεριά τής λογιοσύνης. αν όμως εξετάσουμε από πιο κοντά τον λόγιο σε εκείνα τα χρόνια, θα τον βρούμε να έχη δεύτερο επάγγελμα όχι μόνο, ή όχι πια, τη διακονία της εκκλησίας, όχι μόνο τις εκδοτικές επιχειρήσεις, όπως παλαιότερα, αλλά, πολύ κανονικά, και την εμπορία, σε επίπεδο χαμηλό ή και μέτριο.»

Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα

«Σήμερα δεν υπάρχει ελληνική κοινότητα, ακόμα και με μέτριες οικονομικές δυνατότητες, τόσο στην κυρίως Ελλάδα όσο και στις άλλες περιοχές της Τουρκίας ή στις χώρες της αυστριακής κυριαρχίας και στη Ρωσία, που να μην ενισχύη ένα σχολείο για την εκμάθηση της αρχαίας ελληνικής και σε πολλές περιπτώσεις και των άλλων κλάδων της παιδείας. Υπάρχουν ελληνικά σχολεία που λειτουργούν με εισφορές στην Καισαρεία της Καππαδοκίας, στην Κριμαία, στο Νίζνι Νόβγκοροντ, στη Χερσώνα, στην Οδησσό και σε πολλές πόλεις της Ουγγαρίας και της Μολδαβίας. Τα κυριώτερα ελληνικά σχολεία στην οθωμανική επικράτεια βρίσκονται στην Κωνσταντινούπολη, στη Σμύρνη, στις Κυδωνιές, στη Χίο, στα Γιάννενα και στη Θεσσαλονίκη. Αυτά τα σχολεία έχουν σημειώσει μεγάλες προόδους κατά την τελευταία δεκαετία με αποτέλεσμα να εξαφανισθούν τα παλαιότερα της Πάτμου, του Βατοπεδίου, της Δημητσάνας κ.ά. Στα Γιάννενα οι δύο Σχολές ενώθηκαν, με τη γενναιόδωρη συμπαράσταση των Ιδρυτών της μιας, των αδελφών Ζωσιμά. Αυτοί οι αξιόλογοι άνδρες, που γεννήθηκαν στα Γιάννενα αλλά έζησαν τα περισσότερα χρόνια της ζωής τους στο Λιβόρνο και στη Μόσχα, είναι από τους πρώτους εθνικούς ευεργέτες που μνημονεύονται για τη συμβολή τους στην εκπολιτιστική πρόοδο των Ελλήνων. Οι αδελφοί Καπλάνη από τα Γιάννενα και ο Ιωάννης Πρίγκος από τη Ζαγορά διακρίθηκαν επίσης ως προστάτες των ελληνικών γραμμάτων. Αλλά κυρίως στους πεπαιδευμένους Κερκυραίους Βούλγαρι και Θεοτόκη, μητροπολίτες υστέρα στη Ρωσία, οφείλουν οι Έλληνες τη μεγαλύτερη προώθηση της παιδείας. Με τους αγώνες τους πολλαπλασίασαν τους προστάτες των γραμμάτων ανάμεσα στους συμπατριώτες τους και παράλληλα, με τις εργασίες τους, δημιούργησαν τη βάση της εθνικής παιδείας. Το παράδειγμά τους επίσης βοήθησε πολύ στη διάλυση των εκκλησιαστικών προκαταλήψεων που τόσο είχαν αναστείλει την πρόοδο της παιδείας.»

Το εμπόριο ως γενικευμένη εθνική εξειδίκευση

«Στους κόλπους των παροικιών (Βιέννης, Βουδαπέστης, Τεργέστης) κινήθηκαν ο Ρήγας και οι οπαδοί του (1796-1797). Στη Βιέννη ιδρύθηκε η Φιλόμουσος Εταιρεία (1814), που στόχευε στην ενίσχυση σπουδαστών με υποτροφίες προς τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Από εμπόρους της Οδησσού ξεκίνησε η Φιλική Εταιρεία (1814). Στο Παρίσι (όπου όμως δεν υπήρχε οργανωμένη κοινότητα) έδρευε ο Αδαμάντιος Κοραής και εξακτίνωνε με την Αλληλογραφία, τις εκδόσεις του και την πνευματική επικοινωνία του τη λογιοσύνη που αγκάλιαζε τη Διασπορά και τους λόγιους στην Ανατολή. Στις παροικίες, με ένα λόγο, δημιουργήθηκαν οι πρώτοι πυρήνες που θα προετοίμαζαν την ιδεολογική έκρηξη της Επανάστασης.»

Πίνακας ανάπτυξης της ελληνικής ναυτιλίας, με βάση τα στοιχεία του Pouqueville (1813)

Νησί ή λιμάνιΑριθμός πλοίωνΧωρητικότητα (σε τόνους)ΠλήρωμαΚανόνια
Ύδρα 120 45.000 5.400 2.400
Σπέτσες 60 19.000 2,700 900
Ψαρά 60 25.000 1.800 720
Κρήτη 40 15.000 1.200 480
Σκόπελος 35 6.300 525 140
Καστελλόριζο 30 3.600 450 60
Μύκονος 22 3.300 450 132
Κύμη 25 4.500 450 100
Σκύρος 12 1.200 144 48
Λήμνος 15 3.900 300 90
Τρίκερι+Βόλος 12 2.160 216 48
Σαντορίνη 32 2.560 480 128
Άνδρος 40 2.800 400 80
Πάτμος 13 1.690 195 52
Γαλαξείδι 50 10.000 1.100 300