«Η ευημερία την οποία πρωτογνωρίζει ο Ελληνισμός σ' αυτή την αρχομένη περίοδο του Διαφωτισμού, ή, και, ας πούμε, του προδιαφωτισμού, η ραγδαία οικονομική και πνευματική άνοδος των χώρων της "καθ’ ημάς Ανατολής", θα έχη, αναφορικά με τον Διαφωτισμό, άμεσες συνέπειες στους φορείς της ευημερίας αυτής: στους εμπόρους και στους λογίους. Ο εμπορικός κόσμος, ο οποίος επικαλύπτεται με τον φαναριωτικό, τείνει προς την κοινωνική ηγεσία. στην αρχή υπάρχει αισθητό προβάδισμα του φαναριωτισμού, αλλά μέσα σε λίγες δεκαετίες το προβάδισμα τούτο θα εξουδετερωθή, με τη βαθμιαία επιβράδυνση του ανακαινιστικού παλμού των Φαναριωτών και την τελική ευθυγράμμιση τους με δυνάμεις τού Ελληνισμού σαφώς συντηρητικές. Οι λόγιοι αποκτούν ολοένα και σαφέστερη συνείδηση της σημασίας τους μέσα στο κοινωνικό σύνολο, και της αυτονομίας τους απέναντι των άλλων κοινωνικών ομάδων, ενώ συνάμα ανεξαρτοποιούνται ως ένα βαθμό από την Εκκλησία: ενώ πριν η στρατολόγησή τους γίνεται με συντριπτική πλειονοψηφία ανάμεσα στους κληρικούς, στα χρόνια του Διαφωτισμού ολοένα και περισσότερο έχουν προέλευση κοσμική. Έτσι, ο τύπος του εμπόρου του ασχολουμένου με γενικά θέματα παιδείας, ο οποίος έχει ανησυχίες πνευματικές, καλλιεργεί με κάποιο τρόπο τη λογιοσύνη, θα πάρη, επάνω στον φθίνοντα αιώνα, μια υπόσταση εντελώς αισθητή. Ας θυμηθούμε πρόσωπα δηλωτικά του είδους: τον Ιωάννη Πρίγκο, τον Γεώργιο Ζαβίρα, τον Γεώργιο Κρομμύδα, τον Αλέξανδρο Βασιλείου, τον Αθανάσιο Ψαλίδα, τον Κωνσταντίνο Μπέλλιο, και, κορυφαίο του είδους, τον Κοραή. Άλλοι βαραίνουν προς τη μεριά του πλούτου, άλλοι προς τη μεριά τής λογιοσύνης. αν όμως εξετάσουμε από πιο κοντά τον λόγιο σε εκείνα τα χρόνια, θα τον βρούμε να έχη δεύτερο επάγγελμα όχι μόνο, ή όχι πια, τη διακονία της εκκλησίας, όχι μόνο τις εκδοτικές επιχειρήσεις, όπως παλαιότερα, αλλά, πολύ κανονικά, και την εμπορία, σε επίπεδο χαμηλό ή και μέτριο.»