Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἵνα"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἵνα:
Α.
Επίρρ.: I. λέγεται για τόπο· 1. σε εκείνο το μέρος, εκεί, μόνο στην Ομήρ. Ιλ. Κ 127. 2. α) αναφορ., όπως το ὅπου, σε όποιο μέρος, όπου, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως, ἵνα τε, σε Ομήρ. Ιλ.· ἵνα περ, σε Όμηρ.· με γεν., ἵνα γῆς, σε οποιοδήποτε μέρος της γης, σε Ηρόδ.· ἔμαθεἵνα ἦν κακοῦ, σε ποια δυστυχία, στον ίδ.· οὐχ ὁρᾷς ἵν' εἶ κακοῦ, σε Σοφ. β) όπως το ὅποι, με ρήματα κίνησης, εκεί όπου, σε Ομήρ. Οδ.· ὁρᾷς ἵν' ἥκεις, σε Σοφ. II. λέγεται για περιστάσεις, όταν, στην οποία (περίσταση), σε Ομήρ. Οδ. Β. Τελικός σύνδ., όπως το ὅπως, να, για να, Λατ. ut, σε Όμηρ. I. 1. με υποτ.: α) έπειτα από αρκτικούς χρόνους σε έγκλιση οριστ., υποτ. ή και προστ., στον ίδ. κ.λπ. β) έπειτα από ιστορικούς χρόνους, σε παρομοιώσεις, όπου ο αόρ. αναφέρεται σε οποιαδήποτε περίσταση, σε Ομήρ. Οδ. γ) έπειτα από ευχετική ευκτ. και ἄν, ἔδωκε μένος, ἵνα γένοιτο, του έδωσε δύναμη, για να μπορεί να γίνει, σε Ομήρ. Ιλ. 2. με ευχετική ευκτ., έπειτα από ιστορικούς χρόνους, σε Όμηρ. κ.λπ. 3. με παρελθοντικούς (ιστορικούς) χρόνους σε έγκλιση οριστ., όταν προηγείται οριστ. με ἄν, για να εκφράσει συνέπεια που δεν επακολούθησε ή δεν μπορούσε να επακολουθήσει, ἵν' ἦν τυφλός, σε κάθε περίπτωση πρέπει να είναι τυφλός, σε Σοφ. κ.λπ. 4. ἵνα μή, σαν αρνητικό του ἵνα, για να μην, Λατ. ut ne ή ne, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ. II. ελλειπτικές χρήσεις: 1. εκεί όπου δηλώνεται μόνο ο σκοπός του λεγομένου, Ζεύς ἐσθ', ἵν' εἰδῇς, είναι ο Δίας (σου το λέω), για να το γνωρίζεις, σε Σοφ.· ομοίως, ἵνα συντέμω, σε Δημ. 2. όπως το ὅπως, με παραινετική σημασία, όταν εννοείται το ὅρα ή βλέπε, ἵνα ἐλθὼν ἐπιθῇς τὰς χεῖρας αὐτῇ, βεβαιώσου ότι έρχεσαι και εναποθέτεις τα χέρια σου πάνω της, σε Κ.Δ. 3. ἵνα τί (ενν. γένηται), για ποιον σκοπό; γιατί;, σε Αριστοφ., Πλάτ.