LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἵημι"
- ἵημι, ἵης, ἵησι, γʹ πληθ. ἱᾶσι, Ιων. ἱεῖσι· προστ. ἵει, υποτ. ἱῶ, ευκτ. ἱείην, απαρ. ἱέναι, Επικ. ἱέμεναι, ἱέμεν· μτχ. ἱείς· γʹ ενικ. παρατ. ἵη (επίσης, βʹ ενικ. ἵεις, όπως αν προερχόταν από ενεστ. ἱέω), γʹ πληθ. ἵεσαν· αόρ. αʹ ἧκα, Επικ. ἕηκα, μόνο στην οριστ.· αόρ. βʹ ἧν, ποτέ στην οριστ.· Επικ. γʹ ενικ. υποτ. ᾗσι, απαρ. εἷναι, παρακ. εἷκα — Μέσ., ενεστ. ἵεμαι, παρατ. ἱέμην, μέλ. ἥσομαι, αόρ. βʹ εἵμην, Επικ. και Ιων. ἕμην, γʹ πληθ. ἕντο· προστ. ἕο, υποτ. ὧμαι, ευκτ. εἵμην ή οἵμην, απαρ. ἕσθαι· μτχ. ἕμενος — Παθ., μέλ. ἑθήσομαι, αόρ. αʹ εἵθην, παρακ. εἷμαι· I. Ριζική σημασία, θέτω σε κίνηση, κάνω κάτι να κινηθεί, ως μτβ. του εἶμι (Λατ. ibo)· ἧκα πόδας καὶ χεῖρε φέρεσθαι, σε Ομήρ. Οδ.· ἵημι πόδα, σε Ευρ. 1. στέλνω, πέμπω, αποστέλλω, σε Όμηρ. κ.λπ. 2. λέγεται για ήχους, εκπέμπω, προφέρω, ξεστομίζω, στον ίδ. κ.λπ.· Ἑλλάδα γλῶσσαν ἵημι, μιλώ Ελληνικά, σε Ηρόδ.· φωνὴν Παρνησίδα, σε Αισχύλ.· τὸ τᾶς εὐφάμου στόμα φροντίδος ἱέντες, δηλ. μιλώντας όχι με λέξεις, αλλά με τη σιωπηλή αφοσίωση, κινώντας τα χείλη μας χωρίς φωνή ή λέξεις, αλλά με σιωπηλή αφοσίωση, σε Σοφ. 3. α) εκπέμπω, ρίχνω, εκτινάσσω, εξακοντίζω, λέγεται για πέτρες ή ακόντια, σε Όμηρ.· με γεν. προσ., ρίχνω ή βάλλω εναντίον κάποιου, σε Ομήρ. Ιλ. β) όπως το βάλλειν, με δοτ. οργάνου, ἵησι τῇ ἀξίνῃ, επιτίθεται εναντίον του (Κλεάρχου) με το τσεκούρι του, την αξίνα του, σε Ξεν. γ) η αιτ. συχνά παραλείπεται, έτσι ώστε το ἵημι μοιάζει μερικές φορές αμτβ., ρίχνω, σε Όμηρ.· με γεν. αντικειμενική, τῶν μεγάλων ψυχῶν ἱείς, ρίχνοντας το βέλος (σου) κατά των διαπρεπών ψυχών, σε Σοφ. 4. λέγεται για το νερό, αφήνω να κυλήσει, το κάνω να ρέει ή να χύνεται, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ. κ.λπ.· σε άλλες περιπτώσεις, η λέξη ὕδωρ παραλείπεται, ποταμὸς ἐπὶ γαῖαν ἵησιν, το ποτάμι χύνεται πάνω στη στεριά, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, λέγεται για τη θάλασσα, σε Ευρ. 5. αφήνω κάτι να πέσει κάτω, κὰδ δὲ κάρητος ἧκε κόμας, έκανε τους πλοκάμους του (τις μπούκλες των μαλλιών του) να πέσουν από το κεφάλι, σε Ομήρ. Οδ.· ἐκ δὲ ποδοῖιν ἄκμονας ἧκα δύω, άφησα δύο άκμονες να κρέμονται από τα δύο του πόδια, στο ίδ.· ἧκαν ἑαυτούς, έριξαν τους εαυτούς τους, σε Ξεν. II. 1. Μέσ., στέλνω τον εαυτό μου, σπεύδω, οἴκαδε ἱέμενος, πηγαίνοντας με βιασύνη, σπεύδοντας, σε Όμηρ.· ἱέμενος Τροίηνδε, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, δρόμῳ ἵεσθαι ἐπί τινα, σε Ηρόδ. κ.λπ. 2. μεταφ., επιθυμώ, προθυμοποιούμαι να κάνω κάτι, με απαρ., ἵετο γὰρ βαλέειν, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., επιθυμώ, επιδιώκω έντονα κάτι, ἱέμενοι νίκης, στο ίδ.· απόλ. στη μτχ., ἱέμενός περ, αν και ήταν πρόθυμος, σε Ομήρ. Οδ. 3. γʹ πληθ. Μέσ. αορ. βʹ ἕντο, χρησιμ. από τον Όμηρ., μόνο στην έκφραση, ἐπεὶπόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο, αφού απέβαλαν, έσβησαν την επιθυμία για φαγητό και ποτό, δηλ. αφού ήπιαν και έφαγαν αρκετά, βλ. Βιργ. postquam exempta fames epulis.