
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἑός"
- ἑός, ἑή, ἑόν, Επικ. αντί ὅς, ἥ, ὅν· (ἕ, ἕο = οὗ)· κτητ. αντων. του γʹ ενικ. προσ., δικό του, δική του, Λατ. suus, σε Όμηρ. κ.λπ.· ποτέ στην Αττ. πεζογραφία.