
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἄλγος"
- ἄλγος, -εος, τό, I. 1. σωματικός πόνος, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. 2. ψυχικός πόνος, θλίψη, λύπη, σε Όμηρ. II. οτιδήποτε προκαλεί πόνο, σε Βίωνα, σε Ανθ.