
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ψίθυρος"
- ψίθῠρος, [ῐ], -ον, I. ως επίθ., ψιθυριστικός, συκοφαντικός, σε Σοφ. II. 1. ως ουσ., ψίθυρος, ὁ, = ψιθυριστής, αυτός που ψιθυρίζει, συκοφάντης, σε Πίνδ. 2. σούσουρο, λέγεται για πουλιά, σε Ανθ. (πιθ. ηχομιμ. λέξη).