
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "χερνής"
- χερνής, -ῆτος, Δωρ. χερνάς, -ᾶτος, ὁ, 1. κάποιος που ζει από τα χέρια του, μεροκαματιάρης, φτωχός άνθρωπος, σε Ανθ. 2. ως επίθ., φτωχός, ενδεής, ἐν δόμοις χερνῆσι, σε Ευρ. (αμφίβ. προέλ.).