
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "χάραξ"
- χάραξ[χᾰ], -ᾰκος, ὁ, επίσης ἡ (χᾰράσσω), μυτερό παλούκι, ιδίως, I. ράβδος για κλήματα ή πάσσαλος, σε Αριστοφ., Θουκ. II. 1. παλούκι που χρησιμοποιείται για οχύρωμα, σε Αριστοφ., Δημ. 2. περιληπτικώς, = χαράκωμα, II, σε Δημ., Πολύβ.