
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "φρέαρ"
- φρέαρ, επικ. φρεῖαρ, τό, γεν. φρέᾱτος, Επικ. πληθ. φρείᾰτα· 1. πηγή νερού (διακρινόμενη από την κρήνη, νερό πηγής), σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. 2. δεξαμενή, στέρνα, πηγάδι, Λατ. puteus, σε Ηρόδ., Θουκ.· σκεύος για λάδι, σε Αριστοφ.