Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "συμβαίνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
συμ-βαίνω, μέλ. -βήσομαι, παρακ. -βέβηκα, συγκεκ. γʹ πληθ. -βεβᾶσι, Ιων. απαρ. -βεβάναι· αόρ. βʹ συνέβην, απαρ. συμβῆναιΠαθ., γʹ ενικ. υποτ. αορ. αʹ ξυμβᾰθῇ· Παθ. απαρ. βεβάσθαι· I. 1. στέκομαι έχοντας τα πόδια μου κλειστά, αντίθ. προς το διαβαίνειν, σε Ξεν. 2. στέκομαι μαζί ή στο πλάι κάποιου ώστε να τον βοηθώ, βοηθώ, συνεργώ, συνδράμω, σε Σοφ.· συμβαίνω κακοῖς, δηλ. τα επαυξάνω, σε Ευρ. 3. συναντώ, τινί, σε Ξεν.· συμβέβηκεν οὐδαμοῦ, δεν βρέθηκε πουθενά στο δρόμο μου, δεν έχει καμία σχέση με μένα, σε Ευρ. II. μεταφ., 1. βαδίζω από κοινού, συμβαδίζω, έρχομαι σε συμφωνία, συμβιβάζομαι σε συνθήκη, Λατ. convenire, τινί, με κάποιον, σε Ηρόδ., Αττ.· με απαρ., συμβαίνουσι ὑπήκοοι εἶναι, σε Θουκ.Παθ., λέγεται για τους όρους μιας συνθήκης, έχω συμφωνηθεί, έχω συνομολογηθεί, στον ίδ. 2. λέγεται για πράγματα, συμπίπτω ή αντιστοιχώ με κάτι, με δοτ., σε Ηρόδ., Αττ.· απόλ., σε Τραγ. κ.λπ. 3. πέφτω στον κλήρο κάποιου, λαχαίνω, με δοτ. προσ., σε Ευρ., Δημ. III. 1. λέγεται για γεγονότα, συμβαίνω, τυχαίνω, γίνομαι, Λατ. cotingere, σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ.· απρόσ. συνέβη μοι, με απαρ., μου συνέβη να κάνω κάτι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης με αιτ., συνέβη να κάνω, στον ίδ., σε Θουκ. κ.λπ.· ξυμβαίνει, με απαρ., συμβαίνει να είναι, δηλ. είναι, έχει αυτά τα χαρακτηριστικά, σε Πλάτ.· τὸ συμβεβηκός, τυχαίο γεγονός, συγκυρία, σύμπτωση, σε Δημ.· ομοίως, τὰ συμβαίνοντα, σε Ξεν.· τὰ συμβάντα, στον ίδ. 2. συνάπτεται με επιρρ. ή επίθ., συμβαίνω, γίνομαι μ' ένα συγκεκριμένο τρόπο, ὀρθῶςσυνέβαινε, σε Ηρόδ.· κακῶς, καλῶς ξυμβῆναι, σε Ξεν. κ.λπ. 3. λέγεται για συνέπειες, λογικά επακόλουθα, έρχομαι ως αποτέλεσμα, επακολουθώ, σε Θουκ.· ομοίως, λέγεται για λογικούς συλλογισμούς, σε Πλάτ.