
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "στύφω"
- στύφω[ῡ], μέλ. -ψω, συστέλλω, μαζεύω, σουφρώνω, ξινίζω — Παθ., χείλεα στυφθείς, σουφρώνοντας τα χείλη του λόγω της στυφής γεύσης, σε Ανθ.