
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "σίφων"
- σίφων[ῑ], -ωνος, ὁ, σωλήνας, σύριγγα, σιφόνι, που χρησιμοποιείται στην άντληση κρασιού από το βαρέλι, σε Ιππών.· σωλήνας, αγωγός για την εξοικονόμηση του αναγκαίου νερού για οικιακή χρήση, σε Στράβ. (άγν. προέλ.).