
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "προστατεύω"
- προστᾰτεύω, = προστατέω· I. είμαι προστάτης ή κυβερνήτης, με γεν., σε Ξεν.· απόλ., ασκώ εξουσία, στον ίδ. II. προστατεύω ὅπως..., υπερασπίζομαι ή προσέχω, είμαι φύλακας, προασπιστής, στον ίδ.