LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πλήθω"
- πλήθω, Δωρ. πλάθω[ᾱ], ποιητ. παρακ. (με σημασία ενεστ.) πέπληθα, αμτβ. τύπος του πίμπλημι, κυρίως στον ενεστ.· (πίμ-πλημι)· I. είμαι ή γίνομαι πλήρης από κάτι, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· χεῖρας κρεῶν πλήθοντες, έχουν τα χέρια τους γεμάτα από κρέατα, σε Αισχύλ.· με δοτ., σε Θεόκρ.· απόλ. λέγεται για ποτάμια, είμαι γεμάτος, εξογκωμένος, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, πλήθουσα Σελήνη, πανσέληνος, στο ίδ.· ἀγορᾶς πληθούσης, ἐν ἀγορᾷ πληθούσῃ κ.λπ.· βλ. ἀγορά. II. μτβ. όπως το πληθύνω, σε Ανθ.
- πληθώρη, ἡ, Ιων. λέξη, I. πληρότητα, πληθώρη ἀγορῆς = ἀγορὰ πληθοῦσα, σε Ηρόδ.· βλ. ἀγοράν. II. κορεσμός, χόρτασμα, ικανοποίηση, στο ίδ.