
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πενθερός"
- πενθερός, ὁ, I. πεθερός, Λατ. socer, σε Όμηρ. κ.λπ.· στον πληθ., τα πεθερικά, σε Ευρ. II. γενικά, συγγένεια κατόπιν γάμου, π.χ. γαμπρός, κουνιάδος, στον ίδ.