
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "μυσαρός"
- μῠσᾰρός, -ά, -όν (μύσος),· 1. ρυπαρός, ακάθαρτος· απ' όπου, αηδιαστικός, σιχαμερός, βδελυρός, σε Ευρ.· τὸ μυσαρόν, βδέλυγμα, σε Ηρόδ. 2. λέγεται για πρόσωπα, μιαρός, μολυσμένος, σε Ευρ.