
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "μέλισσα"
- μέλισσᾰ, Αττ. -ττα, -ης, ἡ (μέλι),· I. 1. μέλισσα, Λατ. apis, σε Όμηρ. κ.λπ. 2. μία από τις ιέρειες των Δελφών, σε Πίνδ. II. μέλι, μέλι, σε Σοφ.