
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κόρυζα"
- κόρυζα, -ης, ἡ, «τρέξιμο» της μύτης, καταρροή, Λατ. pituita, σε Λουκ.· μεταφ., εκροή σάλιου, άνοια, στον ίδ.
- κορυζάω, μέλ. -ήσω, τρέχει η μύτη μου, σε Πλάτ.