
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κάμηλος"
- κάμηλος[ᾰ], ὁ και ἡ, 1. καμήλα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· κ. ἀμνός, νεογέννητο καμήλας, δηλ. νεαρό καμηλάκι, σε Αριστοφ. 2. ἡ κ. (όπως το ἡ ἵππος), καμήλες στο στράτευμα, όπως μπορεί κάποιος να πει το καμηλικό κατά αντιστοιχία του ιππικού, στρατιωτικό τάγμα από καμήλες, σε Ηρόδ. (πρβλ. το εβρ. gâmal).