Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δύο"

Βρέθηκαν 4 λήμματα [1 - 4]
δύο, Επικ. δύω· γεν. και δοτ. δυοῖν· Ιων., επίσης, γεν. πληθ. δυῶν, δοτ. δυοῖσι, και στη μεταγεν. Αττ. δυσί· και άκλιτο, όπως το ἄμφω, από τον Όμηρ., τῶν δύο μοιράων, δύο κανόνεσσι, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως σε Ηρόδ. και Αττ. πεζό λόγο· σπανίως σε Τραγ.· δύο, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· στους Ποιητές το δύο ή δύω μπορεί να ακολουθ. από πληθυντικά ονόματα, δύοδ' ἄνδρες, στον ίδ.· εἰς δύο, δύο δύο, σε Ξεν.· σὺν δύο, δύο μαζί, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
δυο-καί-δεκα, οἱ, αἱ, τά, δώδεκα, σε Ομήρ. Ιλ.
δυοκαιδεκά-μηνος, -ον (μήν), = δωδεκάμηνος, σε Σοφ.
δυόωσιν, Επικ. αντί δυῶσιν, γʹ πληθ. του δυάω.