
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "δημογέρων"
- δημο-γέρων, -οντος, ὁ, πρεσβύτερος σε ηλικία, ηγεμόνας, αρχηγός, σε Ομήρ. Ιλ.· δημογ. θεός = Λατ. deus minorum gentium, σε Ανθ.