
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "δελφίς"
- δελφίς, -ῖνος, ὁ, I. δελφίνι, σε Όμηρ. κ.λπ. II. πολεμικό μηχάνημα μολύβδου, πιθ. σε σχήμα δελφινιού, που κρεμόταν στο κατάρτι του πλοίου και ριχνόταν ξαφνικά στο κατάστρωμα του εχθρικού πλοίου, σε Αριστοφ.· από όπου, κεραῖαι δελφινο-φόροι, δοκοί με τροχαλίες που χρησίμευαν στην εκτόξευση του δελφῖνος, σε Θουκ. (αμφίβ. προέλ.).