LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "γέμω"
- γέμω, μόνο στον ενεστ. και παρατ., είμαι γεμάτος, 1. λέγεται για πλοίο, σε Ηρόδ., Ξεν. 2. με γεν. πράγμ., είμαι γεμάτος από ένα πράγμα, σε Θουκ. κ.λπ.· μεταφ., σε Τραγ.