LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "έλω"
- ἕλωρ, τό, μόνο σε ονομ. και αιτ. ενικ. και πληθ. (ἑλεῖν)· I. λάφυρο, λεία, κέρδος, αρπαγή, βορά, λέγεται για άταφα πτώματα, σε Όμηρ. II. στον πληθ., Πατρόκλοιο ἔλωρα, τιμωρία για το φόνο του Πατρόκλου, σε Ομήρ. Ιλ.
- ἑλώριον, τό, = το προηγ., σε Ομήρ. Ιλ.