
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "Μαραθών"
- Μᾰρᾰθών, -ῶνος, ὁ, Μαραθώνας, αρχαίος δήμος ανατολικά της Αττικής, που πιθανώς ονομάστηκε έτσι επειδή στην περιοχή ευδοκιμούσε το φυτό μάραθο, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.
- Μᾰρᾰθωνο-μάχης[ᾰ], -ου, ὁ (μάχομαι), αυτός που πολέμησε στη μάχη του Μαραθώνα, μαραθωνομάχος, παροιμ. φράση για κάθε γενναίο παλαιό πολεμιστή, σε Αριστοφ.