LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κρᾶσις"
- κρᾶσις, -εως, ἡ (κεράννυμι), 1. ανακάτεμα, ανάμειξη, συνδυασμός, σε Αισχύλ., Πλάτ. 2. θερμοκρασία αέρα, Λατ. temperies, σε Πλάτ. 3. μεταφ., συνδυασμός, συνένωση, στον ίδ. 4. στη Γραμματική, κράση, δηλ. συνδυασμός δύο συλλαβών σε ένα μακρύ φωνήεν ή δίφθογγο, π.χ. τοὔνομα αντί τὸ ὄνομα, ἀνήρ αντί ὁ ἀνήρ.