
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἐξ-ελέγχω"
- ἐξ-ελέγχω, I. 1. μέλ. -ξω, καταδικάζω, ανασκευάζω, αντικρούω, αποκρούω, ανατρέπω με επιχείρημα, σε Σοφ., Αριστοφ. κ.λπ. 2. με διπλή αιτ. προσ. και πράγμ., κατηγορώ κάποιον για κάτι, σε Πλάτ. — Παθ., είμαι τόσο ένοχος για, σε Δημ. 3. με κατηγορ. μτχ., κατηγορώ κάποιον ότι είναι..., σε Πλάτ. — Παθ., κἀξελέγχεται κάκιστος ὤν, σε Ευρ. II. ερευνώ, εξετάζω επιμελώς, κάνω κάτι φανερό, αποδεικνύω, σε Αισχύλ. — Παθ., ἦσαν ἐξεληλεγμένοι, οι διαθέσεις όλων ήταν καλά εξακριβωμένες, σε Δημ.· ἐξηλέγχθη ἐς τὸ ἀληθές, αποδείχτηκε πλήρως ότι ήταν αλήθεια, σε Θουκ.