Αποτελέσματα για: "ἄγω[ᾰ]"
Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
-
ἄγω[ᾰ], παρατ. ἦγον, Επικ. ἄγον, γʹ δυϊκ. ἀγέτην, Δωρ. ἆγον, Ιων. ἄγεσκον· μέλ. ἄξω, Επικ. απαρ. ἀξέμεναι, -έμεν· αόρ. βʹ ἤγᾰγον, ο αόρ. αʹ ἦξα είναι σπάνιος· παρακ. ἦχα, αναδιπλ. ἀγήοχα — Παθ., μέλ. ἀχθήσομαι, επίσης Μέσ. ἄξομαι με Παθ. σημασία· αόρ. αʹ ἤχθην, Ιων. ἄχθην, παρακ. ἦγμαι·
Α. I. 1. α) οδηγώ ή μεταφέρω, κουβαλώ, κομίζω, φέρνω, λέγεται για έμψυχο αντικ., ενώ το φέρω χρησιμοποιείται για άψυχο· δῶκε δ' ἄγειν ἑτάροισι γυναῖκα καὶ τρίποδα φέρειν, σε Ομήρ. Ιλ.· ἄγω εἰς ή πρὸς τόπον· ποιητ. επίσης με αιτ. τόπου, ἄγει Ἀχέροντος ἀκτάν, σε Σοφ. β) αμτβ., για στρατιώτες, προελαύνω, σε Ξεν. κ.λπ.· ομοίως και· ἄγωμεν, ας πάμε, ας πηγαίνουμε, σε Κ.Δ. γ) η μτχ. ἄγων χρησιμοποιείται με γενικότερη, ευρύτερη σημασία, αυτός που λαμβάνει, που παίρνει· στῆσε δ' ἄγων, όπου πρέπει να χρησιμοποιήσουμε για απόδοση της ερμηνείας δύο ρήματα: πήρε κι έστησε, σε Όμηρ. 2. παίρνω μαζί μου, παραλαμβάνω· ἑταίρους, στον ίδ. 3. παίρνω, λαμβάνω ως αιχμαλώτους ή λεία, στον ίδ. κ.λπ.· κυρίως στη φράση ἄγεινκαὶ φέρειν, λεηλατώ μια χώρα αρπάζοντας οτιδήποτε μπορεί να αφαιρεθεί (όπου το φέρειν αναφέρεται σε άψυχα πράγματα, ενώ το ἄγειν σε πρόσωπα και ζώα)· έπειτα με αιτ. τόπου, φέρων καὶ ἄγων τὴν Βιθυνίδα, λεηλατώντας όλη τη Βιθυνία, σε Ξεν.· στην Παθ., ἀγόμεθα, φερόμεθα, σε Ευρ. 4. ἄγειν εἰς δίκην ή δικαστήριον, ἄγειν ἐπὶ τοὺς δικαστάς, οδηγώ, σύρω κάποιον στο δικαστήριο, Λατ. rapere in jus, σε Αττ.· ομοίως και μόνο του το ἄγειν, σε Πλάτ. 5. πηγαίνω και φέρνω, βγάζω, κομίζω· ἄξεθ' ὑῶν τὸν ἄριστον, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται και για πράγματα, προϊόντα, φέρνω μέσα, κάνω εισαγωγή, εισάγω· οἶνον νῆες ἄγουσι, σε Ομήρ. Ιλ. 6. επιφέρω, προκαλώ, προξενώ· πῆμα τόδ' ἤγαγον Οὐρανίωνες, στο ίδ.· Ἰλίῳ φθοράν, σε Αισχύλ. 7. σηκώνω, κρατώ ψηλά· φελλοὶ δ' ὥς, ἄγουσι δίκτυον, στον ίδ. II. 1. οδηγώ προς ένα σημείο, οδηγώ προς έναν δρόμο, οδηγώ προς τα εμπρός· τὸν δ' ἄγε μοῖρα κακὴ θανάτοιο τέλοσδε, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης με απαρ.: ἄγει θανεῖν, οδηγεί στο θάνατο, σε Ευρ.· ὁδὸς ἄγει, ο δρόμος οδηγεί, εἰς ή ἐπὶ τόπον, σε Σοφ., Πλάτ. 2. μεταφ. οδηγώ, καθοδηγώ ως στρατηγός, σε Ομήρ. Ιλ.· ἄγω στρατιάν, ναῦς κ.λπ., σε Θουκ.· ἄγω τὴν πολιτείαν, έχω την αρχηγία της διακυβέρνησής της, στον ίδ. 3. ανατρέφω, εξασκώ, εκπαιδεύω, σε Πλάτ. III. τραβώ κάτι, τεντώνω κατά μήκος· τεῖχος ἄγειν, κατασκευάζω γραμμή τείχους, Λατ. ducere, σε Θουκ. — Παθ., ἦκται ἡ διῶρυξ, σε Ηρόδ.· κόλπου ἀγομένου, σχηματίζοντας έναν κόλπο, στον ίδ. IV.1. θυμάμαι, αναπολώ· καί μευ κλέος ἦγον Ἀχαιοί, σε Ομήρ. Οδ. 2. όπως το agere, τηρώ, πανηγυρίζω, γιορτάζω· ἑορτήν, τὰ Ὀλύμπια, σε Ηρόδ. κ.λπ. 3. επίσης, τηρώ, φυλάω, κρατώ, συμφωνώ· σπονδὰς ἄγειν πρός τινας, σε Θουκ.· εἰρήνην, σε Πλάτ.· επίσης με αιτ., ως περίφραση στη θέση ρήματος· σχολὴν ἄγειν = σχολάζειν, σε Ευρ.· ἡσυχίαν ἄγειν = ἡσυχάζειν, σε Ξεν. 4. φυλάω, διατηρώ· ἐλευθέραν ἦγε τὴν Ἑλλάδα, σε Δημ. 5. λέγεται για τον χρόνο, περνώ, διέρχομαι· ποίας ἡμέρας δοκεῖς μ' ἄγειν; σε Σοφ. V. όπως το ἡγέομαι, Λατ. ducere, θεωρώ, κρίνω, εκτιμώ· ἐν τιμῇ ἄγειν, ἐν οὐδεμιῇ μοίρῃ, περὶ πλείστου ἄγειν, σε Ηρόδ.· θεοὺς ἄγειν, πιστεύω στους θεούς, σε Αισχύλ.· τιμιώτερον ἄγειν τινά, σε Θουκ.· ομοίως και με επίρρ., δυσφόρως ἄγειν, θεωρώ κάτι αφόρητο, σε Σοφ.· ἐντίμως ἄγειν, σε Πλάτ. VI. ζυγίζω τόσο· ἄγειν μνᾶν, τριακοσίους δαρεικούς, ζυγίζω μία μνα, έχω βάρος τριακόσιους δαρεικούς, σε Δημ., όπου η αιτ. σημαίνει το βάρος που ζυγίζει το αντικείμενο όταν ζυγοσταθμίζεται ή όταν το έλκει προς τα κάτω το ίδιο του το βάρος· πρβλ. ἕλκω. VII. για τα ἄγε, ἄγετε, βλ. αυτ. Β. Μέσ., ἄγομαι, 1. παίρνω για τον εαυτό μου, παραλαμβάνω, παίρνω μαζί μου· χρυσόν τε καὶ ἄργυρον οἴκαδ' ἄγεσθαι, σε Ομήρ. Οδ. 2. ἄγεσθαι γυναῖκα, Λατ. uxorem ducere, παίρνω σύζυγο, στο ίδ.· και πλήρες· ἄγεσθαι γυναῖκα ἐς τὰ οἰκία, σε Ηρόδ.· και απλώς ἄγεσθαι, νυμφεύομαι, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης λέγεται για τον πατέρα που φέρνει σύζυγο, νύφη για το γιο του, σε Ομήρ. Οδ. 3. διὰ στόμα ἄγεσθαι μῦθον, επιτρέπω να περάσει μέσα απ' το στόμα μου, δηλ. προφέρω, εκφράζω λόγο, σε Ομήρ. Ιλ. 4. ἄγεσθαί τι ἐς χεῖρας, παίρνω κάτι στα χέρια μου, και ομοίως· αναλαμβάνω, επιχειρώ, σε Ηρόδ.
-
ἁγώ[ᾱ], κράση του ἃ ἐγώ.