Αποτελέσματα για: "φάρος"
Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
-
φᾶρος, έπειτα επίσης φάρος [ᾰ], -εος, τό, Επικ. δοτ. πληθ. φᾰρέεσσι· (φέρω)· I. μεγάλο κομμάτι από ύφασμα ή πανί, σε Όμηρ., Ευρ. II. όπως το χλαῖνα, περιβολή ή μανδύας, που φορούσαν πάνω από τον χιτῶνα, σε Όμηρ. κ.λπ.· χρησιμοποιήθηκε ως σάβανο ή πέπλο, στον ίδ., Σοφ.· επίσης ως κουβέρτα, σε Σοφ.
-
Φάρος[ᾰ], -ου, ἡ, νησί στον κόλπο της Αλεξάνδρειας, σε Ομήρ. Οδ., Θουκ. κ.λπ.· περίφημο για το φάρο του, σε Στράβ.· έπειτα ως προσηγορ. φάρος, ὁ, φάρος, σε Ανθ.