Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πείθω"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
πείθω, μέλ. πείσω, αόρ. αʹ ἔπεισα, αόρ. βʹ ἔπῐθον. Επικ. αναδιπλ. αʹ πληθ. υποτ. και ευκτ. πεπίθωμεν, πεπίθοιμεν, απαρ. πεπῐθεῖν, μτχ. πεπῐθών, παρακ. πέπεικαΜέσ. και Παθ., μέλ. πείσομαι, αόρ. βʹ ἐπῐθόμην, γʹ ενικ. αναδιπλ. πεπίθοιτο· μέλ. πεισθήσομαι, αόρ. αʹ ἐπείσθην, παρακ. πέπεισμαι. II. αμτβ. χρόνοι Ενεργ. με Παθ. σημασία, παρακ. βʹ πέποιθα, προστ. πέπεισθι, υποτ. πεποίθω, Επικ. αʹ πληθ. πεποίθομεν (αντί -ωμενευκτ. πεποιθοίη (αντί -θοιυπερσ. ἐπεποίθειν, Επικ. πεποίθεα, συγκοπτ. αʹ πληθ. ἐπέπιθμεν. III. όπως αν προερχόταν από παράλληλο τύπο πῐθέω, στον Όμηρ. έχει μέλ. πῐθήσω, και μτχ. αόρ. βʹ πῐθήσας, και τα δύο μτβ.· αλλά αναδιπλ. υποτ. αορ. αʹ πεπῐθήσω μτβ., σε Ομήρ. Ιλ.
Α.
Ενεργ., πείθω κάποιον να κάνει κάτι, κερδίζω, πείθω, τινά, σε Όμηρ. κ.λπ.· με αιτ. προσ. και απαρ., πείθω κάποιον να κάνει, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης, πείθω τινὰ ὥστε δοῦναι κ.λπ., σε Ηρόδ.· πείθω τινὰ ὡς χρή, σε Πλάτ.· πείθω τινὰ εἴς τι, σε Θουκ.· στη μτχ. πείσας, μέσω πειθούς, με εύλογα μέσα, σε Σοφ. II. Ειδικές χρήσεις· 1. αλλάζω την γνώμη κάποιου, παραπλανώ, ἔληθε δόλῳ καὶ ἔπεισεν Ἀχαιούς, σε Ομήρ. Οδ. 2. πείθω μέσω θερμής παράκλησης, σε Όμηρ. 3. πείθω τινὰ χρήμασι, δωροδοκώ, σε Ηρόδ.· ομοίως, πείθω ἐπὶ μισθῷ ή μισθῷ, στον ίδ., Θουκ.· ομοίως, πείθειν τινά μόνο του, σε Ξεν., Κ.Δ. 4. με διπλή αιτ., πείθειν τινά τι, πείθω κάποιον να κάνει κάτι, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ. Β. Παθ. και Μέσ., I. 1. πείθομαι, κατακτώμαι, είμαι πεπεισμένος, απόλ., σε Όμηρ., Αττ.· η προστ. πείθου ή πιθοῦ, άκουσε, συμμορφώσου, σε Τραγ.· με απαρ. είμαι πεπεισμένος να κάνω, σε Σοφ.· επίσης, πείθεσθαι ὥστε..., σε Θουκ. 2. πείθεσθαί τινι, ακούω κάποιον, υπακούω σ' αυτόν, σε Όμηρ. κ.λπ.· νῦν μὲν πειθώμεθα νυκτὶ μελαίνῃ, αφήνοντας τους κόπους της ημέρας, σε Ομήρ. Ιλ.· πάντα πείθεσθαί τινι, υπακούω αυτόν σε όλα τα πράγματα, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. 3. πείθεσθαί τινι επίσης, πιστεύω ή εμπιστεύομαι ένα πρόσωπο ή πράγμα, σε Όμηρ. κ.λπ.· με αιτ. και απαρ., πιστεύω ότι, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· με ουδ. επίθ., πείθω τὰ περὶ Αἴγυπτον, σε Ηρόδ.· ταῦτ' ἐγώ σοι οὐ πείθομαι, δεν σε πιστεύω σε αυτά, σε Πλάτ. II. παρακ. βʹ πέποιθα όπως το Παθ., εμπιστεύομαι, στηρίζομαι σε, έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον ή κάτι, σε Όμηρ. κ.λπ.· με απαρ., πέποιθα τοῦτ' ἐπισπάσειν κλέος, έχω πεποίθηση ότι θα αποκτήσω αυτή τη φήμη, σε Σοφ.· πέποιθα τὸν πυρφόρον ἥξειν, σε Αισχύλ.· πέποιθα εἴς τινα, ἐπί τινα, σε Κ.Δ. III. Παθ. παρακ. πέπεισμαι, πιστεύω, εμπιστεύομαι, με δοτ., σε Αισχύλ., Ευρ.· με αιτ. και απαρ., πέποιθα ταῦτα συνοίσειν, σε Δημ.
Πειθώ, γεν. -όος, συνηρ. -οῦς, , I. η Πειθώ ως θεότητα, Λατ. Suada, Suadela, σε Ησίοδ., Ηρόδ., Τραγ. II. 1. ως προσηγορικό, η δύναμη της Πειθούς, πειστική ευγλωττία, πειστικότητα, σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ. 2. ενδόμυχη πεποίθηση, σε Αισχύλ. 3. μέσα πειθούς, παρότρυνση, επιχειρηματολογία, σε Ευρ., Αριστοφ. 4. υπακοή, σε Ξεν.