Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "λέγω"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
λέγω (Α), πλαγιάζω, ξαπλώνω, μέλ. λέξω, αόρ. ἔλεξα, Επικ. λέξα· — Μέσ., μέλ. λέξομαι, αόρ. ἐλεξάμην, Επικ. λεξάμηνΠαθ., μόνο στο γʹ ενικ. Επικ. αορ. βʹ ἔλεκτο, λέκτο, προστ. λέξο, λέξεο, απαρ. λέχθαι, μτχ. λεγμένος (με αυτή την έννοια, από √ΛΕΧ, όπως στα λέχ-ος, λόχ-ος). Βάζω κάποιον να κοιμηθεί, αποκοιμίζω, λέξον με, σε Ομήρ. Ιλ.· ἔλεξα Διὸς νόον, στο ίδ.Παθ. και Μέσ., κοιμάμαι, είμαι ξαπλωμένος, κατακλίνομαι, σε Όμηρ.
λέγω (Β), συλλέγω, συνάγω, συναθροίζω, μαζεύω, μέλ. λέξω, αόρ. ἔλεξα, παρακ. εἴλοχα· — Μέσ., αόρ. ἐλεξάμην, Επικ. αόρ. βʹ ἐλέγμην, γʹ ενικ. λέκτο· — Παθ., μέλ. λέξομαι, αόρ. ἐλέχθην, παρακ. εἴλεγμαι· I. 1. συλλέγω, μαζεύω, Λατ. lego, colligo, σε Όμηρ., Πίνδ.· αἱμασιὰς λέγων, συλλέγει λίθους για να χτίσει τοίχο, σε Ομήρ. Οδ.Μέσ., συλλέγω για τον εαυτό μου, σε Ομήρ. Ιλ. 2. Μέσ., διαλέγω για τον εαυτό μου, εκλέγω, επιλέγω, σε Όμηρ. — Παθ., εκλέγομαι, σε Ομήρ. Ιλ. II. 1. συναριθμώ, συγκαταλέγω, συνυπολογίζω, σε Ομήρ. Οδ.· μετὰ τοῖσιν ἐλέγμην, υπολογιζόμουν ανάμεσά τους, στο ίδ.· λέκτο δ' ἀριθμόν, αρίθμησε, στο ίδ.Παθ., μετὰ τοῖσιν ἐλέχθην, συγκαταλέχθηκα, συνυπολογίστηκα μεταξύ αυτών, σε Ομήρ. Ιλ. 2. ομοίως στους Αττ., λέγω ἐν ἐχθροῖς, λογαριάζω κάποιον μεταξύ των εχθρών, θεωρώ κάποιον σαν εχθρό, σε Αισχύλ.· λέγω τινὰ οὐδαμοῦ, θεωρώ κάποιον ανάξιο λόγου, nullo in numero habere, σε Σοφ. 3. απαριθμώ, επαναλαμβάνω, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ., κ.λπ.Μέσ., τί σε χρὴ ταῦτα λέγεσθαι; τι σου χρειάζεται να τα διηγείσαι; σε Ομήρ. Ιλ.· μηκέτι ταῦτα λεγώμεθα, στο ίδ.
λέγω (Γ), λέω, μιλώ, μέλ. λέξω, αόρ. ἔλεξαΠαθ., μέλ. λεχθήσομαι, ομοίως Μέσ. μέλ. με Παθ. σημασία, και λελέξομαι· αόρ. ἐλέχθην, παρακ. λέλεγμαι· 1. λέω, μιλώ, αγορεύω, σε Ηρόδ., Τραγ., κ.λπ.· λέγε, μίλα, ξεκίνα να μιλάς, πες, σε Ηρόδ.· ομοίως, λέγοις ἄν, σε Πλάτ.· λέγεται για χρησμούς, λέω, διακηρύσσω, ανακοινώνω, σε Ηρόδ. 2. λέγειν τινά τι, λέω κάτι για λογαριασμό κάποιου άλλου, ιδίως, κακὰ λέγω τινά, κατηγορώ, βρίζω κάποιον, μιλάω χυδαία για κάποιον, στον ίδ.· ἀγαθὰ λέγω τινά, σε Αριστοφ.· επίσης, εὖ ή κακῶς λέγω τινά, σε Αισχύλ., κ.λπ. 3. λέω κάτι με το όνομα του, ορίζω, σε Σοφ.· αποκαλώ με κάποιο όνομα, ονομάζω, οὔτοι γυναῖκας ἀλλὰ Γοργόνας λέγω, σε Αισχύλ. 4. λέγω τινὰ ή τινὶ ποιεῖν τι, λέω σε κάποιον να κάνει κάτι, παραγγέλλω, διατάζω, προστάζω, σε Σοφ., Ξεν., κ.λπ. 5. λέγω τι, λέω κάτι, δηλ. μιλάω κατευθείαν, μπαίνω στην ουσία ενός πράγματος, σε Σοφ.· λέγω τι; έχω δίκιο; στον ίδ.· αντίθ. προς το οὐδὲν λέγει, δεν έχει καμία σημασία, σε Αριστοφ.· αλλά επίσης, οὐδὲν λέγειν σημαίνει, λέω κάτι που δεν υφίσταται, ψεύδομαι, σε Αριστοφ., Πλάτ., κ.λπ. 6. όπως το Λατ. dicere, θέλω να πω, εννοώ, τί τοῦτο λέγει; τι σημαίνει, τι σημαίνει αυτό; σε Αριστοφ., Πλάτ.· πῶς λέγεις; τι θέλεις να πεις; με ποια έννοια το λες αυτό; σε Πλάτ.· εξηγώ πληρέστερα, εἴσω κομίζου σύ, Κασάνδραν λέγω, εσένα την Κασάνδρα εννοώ, σε Αισχύλ.· ποταμός, Ἀχελῷον λέγω, σε Σοφ. 7. Παθ., λέγεται, όπως το Λατ. dicitur, λέγεται ότι..., όπως λέγεται..., σε Ηρόδ., Αττ.· επίσης, λέγονται εἶναι, λέγεται ότι αυτοί είναι..., σε Ξεν.· τὸ λεγόμενον, απόλ., καθώς λέγεται ή λένε..., κατά το ρηθέν, σε Θουκ., κ.λπ.· ὁ λεγόμενος, για τον οποίο λέγεται..., οἱ λεγόμενοι αὐτόνομοι εἶναι, σε Ξεν. 8. λέγεται για ρήτορες, μιλάω με έμφαση, λέγειν δεινός, σε Σοφ.· λέγειν τε καὶ πράσσειν δυνατώτατος, σε Θουκ. 9. καυχιέμαι για κάτι, κάνω λόγο, μνημονεύω, σε Ξεν.· απαγγέλλω κάτι που είναι γραμμένο, λαβὲ τὸ βιβλίον καὶ λέγε, σε Πλάτ., κ.λπ.· αλλά, η κοινή σημασία του Λατ. legο, διαβάζω, απαντά μόνο στα σύνθετα, ἀναλέγομαι, ἐπιλέγομαι.