LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κίνδῡνος"
- κίνδῡνος, ὁ, κίνδυνος, τόλμη, τολμηρή επιχείρηση, Λατ. periculum, σε Πίνδ., Αριστοφ. κ.λπ.· κίνδυνον ἀναρρίπτειν, εκτίθεμαι σε κίνδυνο, σε Ηρόδ. κ.λπ.· κίνδυνον ή κινδύνους, ἀναλαβέσθαι, ὑποδύεσθαι, αἴρεσθαι ὑπομεῖναι κ.λπ., σε Αττ.