LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "δια-τελέω"
- δια-τελέω, μέλ. -τελέσω, Αττ. -τελῶ, I. οδηγώ σε ένα τέλος, κατορθώνω, πραγματοποιώ, αποπερατώνω, σε Ευρ., Ξεν. II. απόλ., κυρίως με προσθήκη μτχ., συνεχίζω να κάνω κάτι ή εξακολουθώ να είμαι, σε Ηρόδ., Πλάτ.· ωστόσο, μερικές φορές η μτχ. παραλείπεται· δ. πρόθυμος, εξακολουθώ, εμμένω, επιμένω, σε Πλάτ.· ζω, διάγω, στον ίδ.