LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ατέλεια"
- ἀτέλεια, Ιων. -ίη, ἡ (ἀτελής), απαλαγή από τους δημόσιους φόρους (τέλη), Λατ. immunitas, παρεχομένη σ' αυτούς που υπηρέτησαν επάξια την πόλη, σε Αττ.· με γεν., ἀτέλεια στρατηΐης, απαλλαγή από τη στρατιωτική θητεία, σε Ηρόδ.