LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀχάριστος"
- ἀ-χάριστος, -ον (χᾰρίζομαι)· I. αχάριστος, δυσάρεστος, ενοχλητικός, σε Ομήρ. Οδ.· ανώμ. συγκρ. δόρπου ἀχαρίστερον (αντί -ιστότερον), στο ίδ.· αυτός που δεν έχει χάρη ή γοητεία, σε Ξεν. II. 1. λέγεται για πρόσωπα, αχάριστος, δυσμενής, σε Θέογν. 2. αγνώμων, αχάριστος, σε Ηρόδ., Αττ.· τινι, σε Ευρ.· πρός τινα, σε Ξεν. III. επίρρ. -τως, με αχαριστία, στον ίδ.· ἀχαρίστως ἔχει μοι, μου λείπουν οι ευχαριστίες, στον ίδ.