LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "λειτουργέω"
- λειτουργέω, μέλ. -ήσω, παρακ. λελειτούργηκα (λειτουργός)· I. στην Αθήνα, εκτελώ δαπανηρές δημόσιες λειτουργίες, με δικά μου έξοδα, σε Ρήτ.· τὰλελειτουργημένα, οι δημόσιες υπηρεσίες που έχουν τελεσθεί, σε Δημ. II. γενικά, εκτελώ δημόσια καθήκοντα, υπηρετώ τον λαό και την πολιτεία, τῇ πόλει, σε Ξεν.· λειτουργῶ τοῖς σώμασι, υπηρετώ τον δικό μου εαυτό, σε Δημ. III. 1. γενικότερα, με δοτ., υπηρετώ κύριο, έχω αφέντη, σε Αριστ. 2. επιτελώ θρησκευτική υπηρεσία, ιερουργώ, σε Κ.Δ.