Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ

Ὕμνοι (2.55-2.113)

55Φοίβῳ δ᾽ ἑσπόμενοι πόλιας διεμετρήσαντο
ἄνθρωποι· Φοῖβος γὰρ ἀεὶ πολίεσσι φιληδεῖ
κτιζομένῃσ᾽, αὐτὸς δὲ θεμείλια Φοῖβος ὑφαίνει.
τετραέτης τὰ πρῶτα θεμείλια Φοῖβος ἔπηξε
καλῇ ἐν Ὀρτυγίῃ περιηγέος ἐγγύθι λίμνης.
60 Ἄρτεμις ἀγρώσσουσα καρήατα συνεχὲς αἰγῶν
Κυνθιάδων φορέεσκεν, ὁ δ᾽ ἔπλεκε βωμὸν Ἀπόλλων·
δείματο μὲν κεράεσσιν ἐδέθλια, πῆξε δὲ βωμόν
ἐκ κεράων, κεραοὺς δὲ πέριξ ὑπεβάλλετο τοίχους·
ὧδ᾽ ἔμαθεν τὰ πρῶτα θεμείλια Φοῖβος ἐγείρειν.
65Φοῖβος καὶ βαθύγειον ἐμὴν πόλιν ἔφρασε Βάττῳ,
καὶ Λιβύην ἐσιόντι κόραξ ἡγήσατο λαῷ
δεξιὸς οἰκιστῆρι καὶ ὤμοσε τείχεα δώσειν
ἡμετέροις βασιλεῦσιν· ἀεὶ δ᾽ εὔορκος Ἀπόλλων.
ὤπολλον, πολλοί σε Βοηδρόμιον καλέουσι,
πολλοὶ δὲ Κλάριον, πάντη δέ τοι οὔνομα πουλύ·70
αὐτὰρ ἐγὼ Καρνεῖον· ἐμοὶ πατρώιον οὕτω.
Σπάρτη τοι, Καρνεῖε, τόδε πρώτιστον ἔδεθλον,
δεύτερον αὖ Θήρη, τρίτατόν γε μὲν ἄστυ Κυρήνης·
ἐκ μέν σε Σπάρτης ἕκτον γένος Οἰδιπόδαο
75 ἤγαγε Θηραίην ἐς ἀπόκτισιν· ἐκ δέ σε Θήρης
οὖλος Ἀριστοτέλης Ἀσβυστίδι πάρθετο γαίῃ·
δεῖμε δέ τοι μάλα καλὸν ἀνάκτορον, ἐν δὲ πόληι
θῆκε τελεσφορίην ἐπετήσιον, ᾗ ἔνι πολλοί
ὑστάτιον πίπτουσιν ἐπ᾽ ἰσχίον, ὦ ἄνα, ταῦροι.
80 ἱὴ ἱὴ Καρνεῖε πολύλλιτε, σεῖο δὲ βωμοί
ἄνθεα μὲν φορέουσιν ἐν εἴαρι τόσσα περ Ὧραι
ποικίλ᾽ ἀγινεῦσι ζεφύρου πνείοντος ἐέρσην,
χείματι δὲ κρόκον ἡδύν· ἀεὶ δέ τοι ἀέναον πῦρ,
οὐδέ ποτε χθιζὸν περιβόσκεται ἄνθρακα τέφρη.
85 ἦ ῥ᾽ ἐχάρη μέγα Φοῖβος, ὅτε ζωστῆρες Ἐνυοῦς
ἀνέρες ὠρχήσαντο μετὰ ξανθῇσι Λιβύσσῃς,
τέθμιαι εὖτέ σφιν Καρνειάδες ἤλυθον ὧραι.
οἱ δ᾽ οὔπω πηγῇσι Κύρης ἐδύναντο πελάσσαι
Δωριέες, πυκινὴν δὲ νάπαις Ἄζιλιν ἔναιον·
90 τοὺς μὲν ἄναξ ἴδεν αὐτός, ἑῇ δ᾽ ἐπεδείξατο νύμφῃ
στὰς ἐπὶ Μυρτούσης κερατώδεος, ἧχι λέοντα
Ὑψηὶς κατέπεφνε βοῶν σίνιν Εὐρυπύλοιο.
οὐ κείνου χορὸν εἶδε θεώτερον ἄλλον Ἀπόλλων,
οὐδὲ πόλει τόσ᾽ ἔνειμεν ὀφέλσιμα τόσσα Κυρήνῃ,
95 μνωόμενος προτέρης ἁρπακτύος. οὐδὲ μὲν αὐτοί
Βαττιάδαι Φοίβοιο πλέον θεὸν ἄλλον ἔτισαν.
ἱὴ ἱὴ παιῆον ἀκούομεν, οὕνεκα τοῦτο
Δελφός τοι πρώτιστον ἐφύμνιον εὕρετο λαός,
ἦμος ἑκηβολίην χρυσέων ἐπεδείκνυσο τόξων.
100 Πυθώ τοι κατιόντι συνήντετο δαιμόνιος θήρ,
αἰνὸς ὄφις· τὸν μὲν σὺ κατήναρες ἄλλον ἐπ᾽ ἄλλῳ
βάλλων ὠκὺν ὀϊστόν, ἐπηΰτησε δὲ λαός
«ἱὴ ἱὴ παιῆον, ἵει βέλος, εὐθύ σε μήτηρ
γείνατ᾽ ἀοσσητῆρα»· τὸ δ᾽ ἐξέτι κεῖθεν ἀείδῃ.
105ὁ Φθόνος Ἀπόλλωνος ἐπ᾽ οὔατα λάθριος εἶπεν·
«οὐκ ἄγαμαι τὸν ἀοιδὸν ὃς οὐδ᾽ ὅσα πόντος ἀείδει.»
τὸν Φθόνον ὡπόλλων ποδί τ᾽ ἤλασεν ὧδέ τ᾽ ἔειπεν·
«Ἀσσυρίου ποταμοῖο μέγας ῥόος, ἀλλὰ τὰ πολλά
λύματα γῆς καὶ πολλὸν ἐφ᾽ ὕδατι συρφετὸν ἕλκει.
110 Δηοῖ δ᾽ οὐκ ἀπὸ παντὸς ὕδωρ φορέουσι μέλισσαι,
ἀλλ᾽ ἥτις καθαρή τε καὶ ἀχράαντος ἀνέρπει
πίδακος ἐξ ἱερῆς ὀλίγη λιβὰς ἄκρον ἄωτον.»
χαῖρε, ἄναξ· ὁ δὲ Μῶμος, ἵν᾽ ὁ Φθόνος, ἔνθα νέοιτο.

55Και με του Φοίβου το παράδειγμα πόλεις χαράξαν
οι άνθρωποι. Γιατί ο Φοίβος χαίρεται όταν πόλεις
χτίζονται, κι ο ίδιος είναι τα θεμέλια που βάνει.
Τετράχρονος, τα πρώτα ο Φοίβος έβαλε θεμέλια
στην όμορφη Ορτυγία, κοντά στη λίμνη την κυκλόμορφη.
60Η Άρτεμη η αγροτική, γιδιών κοπάδια που όλο πηλαλούσαν,
από την Κύνθο του ᾽φερε, κι έχτιζε ο Απόλλωνας βωμό.
Δίσταζε στην αρχή να μπήξει κέρατα, όμως στο τέλος το βωμό τον έφκιαξε
με κέρατα, και γύρω σήκωσε τοίχους κεράτινους.
Εδώ τα πρώτα έμαθε θεμέλια να βάζει ο Φοίβος.
65Ο Φοίβος και την εύφορη δική μου πόλη υπόδειξε στο Βάττο,
κι ένα κοράκι οδηγούσε το λαό για νά μπει στη Λιβύη,
επιδέξιο, και τείχη ορκίστηκε να δώσει
στους βασιλιάδες μας. Πάντα κρατάει τους όρκους του ο Απόλλωνας.
Απόλλωνα, πολλοί σ᾽ αποκαλούν Βοηδρόμιο
70μα Κλάριο και πολλοί. Όμως μεγάλο τ᾽ όνομά σου πάντοτε!
Εγώ σε κράζω Κάρνειο. Κι αυτό πατροπαράδοτο σ᾽ εμένα.
Η Σπάρτη, Κάρνειε, το πρώτον ήταν έδαφός σου
το δεύτερον η Θήρα και το τρίτο η πολιτεία της Κυρήνης.
Από τη Σπάρτη εσένα, η έκτη του Οιδίποδα γενιά
75σ᾽ οδήγησε τη Θήρα για να ιδρύσεις. Και απ᾽ τη Θήρα
ο ισχυρός Αριστοτέλης σ᾽ έφερε κοντά στη γη της Ασβυστίδας.
Κι εκεί πανέμορφον ανάκτορο σου ᾽χτισε, μα και στην πόλη
γιορτή ετήσια θέσπισεν, όπου πολλοί
για ύστατη φορά, ω άνακτα, να πέφτουν χάμω ταύροι.
80Χαίρε με τις πολλές τις προσευχές Καρνείε, οι βωμοί σου
άνθη γεμίζουνε την άνοιξη, απ᾽ όσα οι Ώρες
φέρνουνε πλουμιστά όταν θα πνεύσει ο Ζέφυρος,
και γλυκούς κρόκους γεμάτοι το χειμώνα. Και καίει για σένα πάντα φλόγα άσβηστη
και ποτέ δε μένει γύρω από τα χθεσινά κάρβουνα τέφρα.
85Και χάρηκε πολύ ο Φοίβος, όταν της Ενυώς ζωσμένους
άντρες είδε να χορεύουν με ξανθές Λίβυσσες,
της εορτής των Καρνείων όταν ήρθε η ώρα.
Κι ακόμα δε μπορούσανε της Κύρης την πηγή να πλησιάσουν
οι Δωριείς, που στα πολλά πυκνόφυτα φαράγγια κατοικούν της Άζιλης.
90Κι ο βασιλιάς τούς είδε και τους έδειξε στη νύμφη
ως στέκονταν ορθός επάνω στην πολύκορφη Μυρτούσα, όπου τον λέοντα
η κόρη του Υψέα σκότωσε, που έτρωγε του Ευρύπυλου τα βόδια.
Πιο θεϊκό χορό από εκείνον ο Απόλλωνας δεν είδε κι άλλον.
Κι ούτε σε πόλη τόσες χάρισεν ωφέλειες όσες στην Κυρήνη,
95θυμάμενος την πρωτινή αρπαγή της. Κι ούτε και τούτοι,
οι Βαττιάδες, τίμησαν άλλο θεό περσότερο απ᾽ το Φοίβο.
Χαίρε, χαίρε παιήονα ακούμε, και για τούτο
των Δελφών ο λαός το εφύμνιον ετούτο βρήκε,
καθώς τη μακριά ριξιά τούς έδειχνες των χρυσών σου τόξων.
100Κι ως πήγαινες για την Πυθώ, σ᾽ απάντησε δαιμόνιο θηρίο,
φοβερός όφις. Και τον σκότωσες, το ένα πάνω στ᾽ άλλο
τα βέλη γοργορίχνοντας, και ο λαός αλάλαξε:
«Χαίρε, χαίρε παιήονα, ρίξε το βέλος, κι αφόταν η μητέρα σου σε γέννησε
συμπαραστάτη μας». Και από τότες έτσι τραγουδά.
105Ο Φθόνος στου Απόλλωνα τ᾽ αυτιά είπε κρυφά:
«Δε συμπαθώ τον ποιητή που δεν υμνεί τόσα πολλά όσα κι ο πόντος».
Το Φθόνον ο Απόλλωνας έσπρωξε με το πόδι, κι είπε:
«Του Ασσύριου ποταμού είναι μέγα το ρεύμα, μα το πιο πολύ
βρωμιές της γης και συρφετό τραβά από ακαθαρσίες στα νερά του.
110Για τη Δηώ όμως οι μέλισσες δε φέρνουνε νερό απ᾽ όπου να ᾽ναι,
αλλά λίγες σταγόνες που αναβλύζουν καθαρές και άχραντες
από ιερή πηγή — νεράκι πεντακάθαρο».
Χαίρε άνακτα, κι ας μένει εκεί κι ο Μώμος, όπου κι ο Φθόνος διάλεξε να κατοικήσει.