ΧΟΡ. Φρίττω να βλέπω αυτές τις συφορές
του βασιλιά, που τέτοιος ένας άντρας
καθώς αυτός, τέτοια τον βρίσκει μοίρα.
ΗΡΑ. Ω τόσα εγώ που μόχτησα και που είναι
και να τα λέω βαριά, ω τα όσα πὄχουν
τραβήξει αυτά τα χέρια μου κι οι πλάτες.
Μα ποτέ, μήτε η ομόκοιτη του Δία
δε μου φόρτωσε τέτοιο, ή ο μισητός μου
ο Ευρυσθέας, σαν τούτο, που η κακούργα
1050κόρη του Οινέα μού κόλλησε στους ώμους
το δίχτυ που το υφάνανε οι Ερινύες
και χάνομαι απ᾽ αυτό· γιατί έτσι πὄχει
κολληθεί στα πλευρά μου, όλες τις σάρκες
μου κατάφαγε ως μέσα και βυζαίνει
πλεμόνια, φλέβες κι έχει όλο στραγγίξει
της καρδιάς το γαίμα· κι έτσι πάω,
χάθηκα, σύγκορμος πεδικλωμένος
μέσα σ᾽ αυτά τα σκοτεινά τ᾽ αρπάγια.
Και δεν τα ᾽καμε αυτά κοντάρι εχθρού μου,
μήτε ο στρατός των γηγενών Γιγάντων,
μήτε τ᾽ άγρια θηρία, μήτε Ελλάδα,
1060μήτε αλλόγλωσση χώρα, μήτε κι όση
εγώ πέρασα γη παστρεύοντάς την,
μα μια γυναίκα, αδύνατο ένα πλάσμα,
με τίποτα το αντρίκειο από τη φύση,
με ξέκαμε, μονάχη, δίχως όπλα.
Ω γιε μου, δείξε πως στ᾽ αλήθεια μού εισαι
δικός μου γιος, και να μην προτιμήσεις
μιαν πὄχει μόνο τ᾽ όνομα μητέρας·
άμε και πάρτ᾽ τη μόνος σου με τα ίδια
τα χέρια σου από μέσα, να τη βάλεις
στα χέρια μου, για να γνωρίσω αν ίσως
πονάς εκείνη πιότερο από μένα,
βλέποντας το κακό πὄχει να πάθει
το αχρείο της το κορμί, καθώς του αξίζει.
1070Έλα, παιδί μου, θάρρος· και σπλαχνίσου,
πώς με σπλαχνίζουντ᾽ όλοι, που σαν κόρη
κλαίω και βογγώ, πράμα που δε θα μπόρειε
κανείς να πει πως μέ ειδε να ᾽χω κάμει
ποτέ μου πριν, μα αστέναχτ᾽ ακλουθούσα
της μοίρας μου όλα τα κακά· και τώρα
σα θηλυκό κατάντησα από τέτοιος.
Μα έλα και στάσου τώρα εδώ κοντά μου
και ιδέ τη συφορά που μ᾽ έχει κάμει
να πάθω αυτά· γιατί θα σου τα δείξω
ξεσκεπασμένα· νά, κοιτάχτε κι όλοι
1080τ᾽ άθλιο κορμί μου, πού ειναι να με κλαίτε.
Αχ, αχ, ο άμοιρος, αχ·
νά ο άγριος ο σπασμός κόρωσε πάλι,
μὄσκισε τα πλευρά· δε θα μ᾽ αφήσει,
καθώς φαίνεται, αδούλευτο η ρουφήχτρα
η φάουσα που με καταλεί, το μαύρο.
Ω βασιλιά Άδη, δέξου με·
χτύπα, ω φωτιά του Δία.
Τίναξε, βασιλιά, και βρόντηξε
του κεραυνού σου απάνω μου το βόλι,
γιατί με τρώει ξανά και πάλι ανθίζει
και πάλι παίρνει δρόμο. — Ω χέρια, ω χέρια,
1090ω νώμοι, ω στήθια, ω μπράτσα μου, εσείς είστε
εκείνα που ξεκάματε μια μέρα
το λέοντα της Νεμέας, την κατάρα
των κοπαδιών, το φοβερό το τέρας
το αζύγωτο, και τη Λερναία την Ύδρα,
και των Κενταύρων το στρατό, θηρία
δίμορφα, αλογοπόδαρα, με δίχως
πίστη και νόμο, μα με αντρεία γιομάτα,
και τον κάπρο του Ερύμανθου, και του Άδη
κάτω απ᾽ τη γη τον τρικέφαλο σκύλο,
απροσμάχητο τέρας, της φριχτής
Έχιδνας θρέμμα· και το δράκοντα
που φύλαε τα χρυσά τα μήλα πέρα
1100στα πέρατα της γης· και μύριους άλλους
γεύτηκα μόχτους, και ποτέ κανένας
τρόπαια, πως με νίκησε στα χέρια,
δε μου έστησε· μα τώρα έτσι με νεύρα
σπασμένα και κουρελιασμένες σάρκες
από ένα εχθρό κρυφό ειμαι κουρσεμένος,
εγώ, οϊμένα, που μ᾽ ονοματίζουν
της πιο ένδοξης μητέρας γιο, και λένε
πατέρα μου το Δία πάνω στ᾽ άστρα.
Μα αυτό να ξέρετε καλά, πως όσο
κι αν είμαι πια ένα τίποτα, πως όσο
κι α δε μπορώ να κινηθώ, μα εκείνη
που κατάφερε αυτά, κι έτσι όπως είμαι,
θενα εξοντώσω· ας έρθει εδώ μονάχα
1110και θα της μάθω να κηρύξει σ᾽ όλο
τον κόσμο πως τιμώρησα εγώ πάντα
τους κακούς, ζωντανός και πεθαμένος.
|