Λοιπόν κι όλ᾽ αυτά προς τον Πιττακό απευθύνονται, αλλά και η συνέχεια της ωδής μάς το δείχνει καλύτερα. Λέει δηλαδή: Ύστερα πώς εγώ να φτάσω να ποθήσω ό,τι να γίνει δεν μπορεί, να ρίξω —χαμένο ρίξιμο— το ζάρι της ζωής μου σε μιαν ελπίδα–χίμαιρα: άνθρωπο αψεγάδιαστο να βρω, μες σ᾽ όλους μας που της απέραντης της γης τρώμε το στάρι; καρτέρα — πρώτα να τον βρω κι ύστερα σας τον φέρνω· [345d] αυτά λέει. Με τέτοιο πείσμα από την αρχή ώς το τέλος της ωδής τα βάζει με το ρητό του Πιττακού· καθένας που πράξη αισχρή δεν κάνει θέλοντας, έχει τον έπαινό μου κι είναι μες στην καρδιά μου· με την ανάγκη ούτε οι θεοί τα βάζουν· κι αυτοί οι στίχοι τα βάζουν με το ίδιο ρητό. Γιατί βέβαια ο Σιμωνίδης δεν ήταν τόσο αμόρφωτος, ώστε να γράψει ότι επαινεί εκείνους που με τη θέλησή τους κάνουν το κακό. Γιατί εγώ έχω πειστεί σχεδόν γι᾽ αυτό, δηλαδή ότι κανένας [345e] σοφός δεν παραδέχεται πως υπάρχει άνθρωπος που με τη θέλησή του κάνει αδικήματα ή με τη θέλησή του κάνει κακές κι αισχρές πράξεις, αλλά όλοι τους ξέρουν ότι αυτοί που κάνουν κακές κι αισχρές πράξεις τις κάνουν χωρίς να το θέλουν· έτσι κι ο Σιμωνίδης δε μας λέει ότι τον έπαινό του τον δίνει σ᾽ όποιον δεν κάνει κακό με τη θέλησή του, αλλά εκείνο το «θέλοντας» το λέει για τον εαυτό του. Γιατί σκέφτηκε ότι πολλές φορές συμβαίνει ένας καλός κι ενάρετος άνθρωπος να πιέζει τον εαυτό του για να συμπαθήσει και να επαινέσει κάποιον, [346a] λόγου χάρη τυχαίνει πολλές φορές να έχει κάποιος πατέρα ιδιότροπο ή μητέρα ή πατρίδα ή κάτι άλλο παρόμοιο. Λοιπόν οι κακοί άνθρωποι, όταν τους τύχει κάτι τέτοιο, σχεδόν μ᾽ αγαλλίαση το διαπιστώνουν και με τις μομφές τους βγάζουν στη φόρα και πομπεύουν την κακότητα των γονιών τους ή της πατρίδας τους, ώστε, αν τους παραμελήσουν, να μην έχουν τη μομφή ή την κακολογία του κόσμου, επειδή τους παραμελούν — και φτάνουν στο σημείο να τους κατηγορούν ακόμα περισσότερο [346b] και να προσθέτουν σ᾽ ό,τι αποκρουστικό έχουν αυτοί από τη φύση τους κι άλλα, που οι ίδιοι βγάζουν από το νου τους. Αντίθετα, οι ενάρετοι πιέζουν τον εαυτό τους να σκεπάζουν τις ιδιοτροπίες των δικών τους και να λένε λόγια επαινετικά· κι αν καμιά φορά αδικηθούν και αγαναχτήσουν με τους γονείς και την πατρίδα τους, μόνοι τους δίνουν τόπο στην οργή και τα ξαναφτιάχνουν — φτάνουν μάλιστα στο σημείο να πιέσουν τον εαυτό τους να συμπαθούν και να επαινούν τους δικούς τους. Λοιπόν φαντάζομαι ότι κι ο Σιμωνίδης πολλές φορές έκρινε καλό να παινέψει και να υμνήσει και αυτός κάποιον τύραννο ή άλλο παρόμοιο πρόσωπο όχι με τη θέλησή του, αλλά από ανάγκη. Γι᾽ αυτό λοιπόν λέει και στον Πιττακό ότι [346c] «Αν σε αποπαίρνω, Πιττακέ, δεν είναι επειδή μου αρέσει να κατηγορώ, αφού αν δω πως ένας άνθρωπος κακός δεν είναι ούτε και βλάστημος όσο δεν παίρνει, μα ξέρει της πατρίδας το καλό, τους νόμους, κι αρρωστημένο τίποτε σ᾽ αυτόν, μου φτάνει· λόγο κακό γι᾽ αυτόν δε λέω (οι κατηγόριες διόλου δε μ᾽ αρέσουν)· όσο για τους ανέμυαλους, σαν άμμος η σπορά τους, κι έτσι, όσοι βρίσκουν τη χαρά τους στις κατηγόριες θα χορτάσουν κατηγορώντας αυτούς· ωραίο ᾽ναι το καθετί στ᾽ αλήθεια που δεν του λέρωσε την όψη η ασκήμια. [346d] Λέγοντας αυτά, δεν είναι σαν να μας έλεγε ότι όλα είναι άσπρα, φτάνει να μην έχουν ανακατωθεί με τα μαύρα· γιατί τότε το νόημα θα ᾽ταν γελοίο από κάθε άποψη· αλλά θέλει να πει ότι αυτός δέχεται και όσα βρίσκονται στη μέση και έτσι δεν τα κατηγορεί. Μας λέει ακόμα: δεν ψάχνω να βρω άνθρωπον αψεγάδιαστο, μες σ᾽ όλους μας που της απέραντης της γης τρώμε το στάρι· καρτέρα — πρώτα να τον βρω κι ύστερα σας τον φέρνω· κι έτσι κανέναν δε θα επαινέσω ως τέλειο, αλλά «εμένα μου φτάνει όποιος βρίσκεται στο μέσο και δεν κάνει κακό κανένα· γιατί κάθε άνθρωπος είναι μες στην καρδιά μου κι έχει τον έπαινό μου θέλοντας [346e] (εδώ πρέπει να μπει το κόμμα, μετά το «θέλοντας»), που πράξη αισχρή δεν κάνει», όμως σε μερικούς δείχνω συμπάθεια και τους επαινώ χωρίς να το θέλω. [347a] Λοιπόν, Πιττακέ, ποτέ δε θα σ᾽ απόπαιρνα, φτάνει τα λόγια σου να ᾽ταν κάπως λογικά κι αληθινά. Τώρα όμως —επειδή δημιουργείς την εντύπωση ότι λες την αλήθεια, ενώ πέφτεις έξω πάρα πολύ και πάνω σε πολύ σπουδαίο ζήτημα— γι᾽ αυτό σε αποπαίρνω. Αυτές οι σκέψεις, κατά τη γνώμη μου, οδήγησαν τον Σιμωνίδη να γράψει αυτή την ωδή, Πρόδικε και Πρωταγόρα, είπα.
|