Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Πρωταγόρας (345c-347a)

Ταῦτά τε οὖν πάντα πρὸς τὸν Πιττακὸν εἴρηται, καὶ τὰ ἐπιόντα γε τοῦ ᾄσματος ἔτι μᾶλλον δηλοῖ. φησὶ γάρ—
τοὔνεκεν οὔ ποτ᾽ ἐγὼ τὸ μὴ γενέσθαι δυνατὸν
διζήμενος κενεὰν ἐς ἄπρακτον ἐλπίδα μοῖραν αἰῶνος
βαλέω,
πανάμωμον ἄνθρωπον, εὐρυεδοῦς ὅσοι καρπὸν αἰνύμεθα
χθονός·
ἐπί θ᾽ ὑμῖν εὑρὼν ἀπαγγελέω,
[345d] φησίν —οὕτω σφόδρα καὶ δι᾽ ὅλου τοῦ ᾄσματος ἐπεξέρχεται τῷ τοῦ Πιττακοῦ ῥήματι—
πάντας δ᾽ ἐπαίνημι καὶ φιλέω
ἑκὼν ὅστις ἕρδῃ
μηδὲν αἰσχρόν· ἀνάγκῃ δ᾽ οὐδὲ θεοὶ μάχονται·
καὶ τοῦτ᾽ ἐστὶ πρὸς τὸ αὐτὸ τοῦτο εἰρημένον. οὐ γὰρ οὕτως ἀπαίδευτος ἦν Σιμωνίδης, ὥστε τούτους φάναι ἐπαινεῖν, ὃς ἂν ἑκὼν μηδὲν κακὸν ποιῇ, ὡς ὄντων τινῶν οἳ ἑκόντες κακὰ ποιοῦσιν. ἐγὼ γὰρ σχεδόν τι οἶμαι τοῦτο, ὅτι οὐδεὶς τῶν [345e] σοφῶν ἀνδρῶν ἡγεῖται οὐδένα ἀνθρώπων ἑκόντα ἐξαμαρτάνειν οὐδὲ αἰσχρά τε καὶ κακὰ ἑκόντα ἐργάζεσθαι, ἀλλ᾽ εὖ ἴσασιν ὅτι πάντες οἱ τὰ αἰσχρὰ καὶ τὰ κακὰ ποιοῦντες ἄκοντες ποιοῦσιν· καὶ δὴ καὶ ὁ Σιμωνίδης οὐχ ὃς ἂν μὴ κακὰ ποιῇ ἑκών, τούτων φησὶν ἐπαινέτης εἶναι, ἀλλὰ περὶ ἑαυτοῦ λέγει τοῦτο τὸ «ἑκών». ἡγεῖτο γὰρ ἄνδρα καλὸν κἀγαθὸν πολλάκις αὑτὸν ἐπαναγκάζειν φίλον τινὶ γίγνεσθαι καὶ ἐπαινέτην [346a] [φιλεῖν καὶ ἐπαινεῖν], οἷον ἀνδρὶ πολλάκις συμβῆναι μητέρα ἢ πατέρα ἀλλόκοτον ἢ πατρίδα ἢ ἄλλο τι τῶν τοιούτων. τοὺς μὲν οὖν πονηρούς, ὅταν τοιοῦτόν τι αὐτοῖς συμβῇ, ὥσπερ ἁσμένους ὁρᾶν καὶ ψέγοντας ἐπιδεικνύναι καὶ κατηγορεῖν τὴν πονηρίαν τῶν γονέων ἢ πατρίδος, ἵνα αὐτοῖς ἀμελοῦσιν αὐτῶν μὴ ἐγκαλῶσιν οἱ ἄνθρωποι μηδ᾽ ὀνειδίζωσιν ὅτι ἀμελοῦσιν, ὥστε ἔτι μᾶλλον ψέγειν τε αὐτοὺς καὶ ἔχθρας [346b] ἑκουσίους πρὸς ταῖς ἀναγκαίαις προστίθεσθαι· τοὺς δ᾽ ἀγαθοὺς ἐπικρύπτεσθαί τε καὶ ἐπαινεῖν ἀναγκάζεσθαι, καὶ ἄν τι ὀργισθῶσιν τοῖς γονεῦσιν ἢ πατρίδι ἀδικηθέντες, αὐτοὺς ἑαυτοὺς παραμυθεῖσθαι καὶ διαλλάττεσθαι προσαναγκάζοντας ἑαυτοὺς φιλεῖν τοὺς ἑαυτῶν καὶ ἐπαινεῖν. πολλάκις δὲ οἶμαι καὶ Σιμωνίδης ἡγήσατο καὶ αὐτὸς ἢ τύραννον ἢ ἄλλον τινὰ τῶν τοιούτων ἐπαινέσαι καὶ ἐγκωμιάσαι οὐχ ἑκών, ἀλλ᾽ ἀναγκαζόμενος. ταῦτα δὴ καὶ τῷ Πιττακῷ λέγει ὅτι Ἐγώ, [346c] ὦ Πιττακέ, οὐ διὰ ταῦτά σε ψέγω, ὅτι εἰμὶ φιλόψογος, ἐπεὶ—
ἔμοιγ᾽ ἐξαρκεῖ ὃς ἂν μὴ κακὸς ᾖ
μηδ᾽ ἄγαν ἀπάλαμνος, εἰδώς τ᾽ ὀνησίπολιν δίκαν ὑγιὴς
ἀνήρ·
οὔ μιν ἐγὼ μωμήσομαι—
οὐ γάρ εἰμι φιλόμωμος—
τῶν γὰρ ἠλιθίων ἀπείρων γενέθλα,
ὥστ᾽ εἴ τις χαίρει ψέγων, ἐμπλησθείη ἂν ἐκείνους μεμφόμενος—
πάντα τοι καλά, τοῖσί τ᾽ αἰσχρὰ μὴ μέμεικται.
[346d] οὐ τοῦτο λέγει, ὥσπερ ἂν εἰ ἔλεγε πάντα τοι λευκά, οἷς μέλανα μὴ μέμεικται —γελοῖον γὰρ ἂν εἴη πολλαχῇ— ἀλλ᾽ ὅτι αὐτὸς καὶ τὰ μέσα ἀποδέχεται ὥστε μὴ ψέγειν. καὶ οὐ ζητῶ, ἔφη, «πανάμωμον ἄνθρωπον, εὐρυεδοῦς ὅσοι καρπὸν αἰνύμεθα χθονός, ἐπί θ᾽ ὑμῖν εὑρὼν ἀπαγγελέω»· ὥστε τούτου γ᾽ ἕνεκα οὐδένα ἐπαινέσομαι, ἀλλά μοι ἐξαρκεῖ ἂν ᾖ μέσος καὶ μηδὲν κακὸν ποιῇ, ὡς ἐγὼ πάντας «φιλέω καὶ ἐπαίνημι» — καὶ τῇ φωνῇ ἐνταῦθα κέχρηται τῇ [346e] τῶν Μυτιληναίων, ὡς πρὸς Πιττακὸν λέγων τὸ «πάντας δὲ ἐπαίνημι καὶ φιλέω ἑκών» —ἐνταῦθα δεῖ ἐν τῷ «ἑκών» διαλαβεῖν λέγοντα— «ὅστις ἕρδῃ μηδὲν αἰσχρόν», ἄκων δ᾽ ἔστιν οὓς ἐγὼ ἐπαινῶ καὶ φιλῶ. σὲ οὖν, καὶ εἰ μέσως [347a] ἔλεγες ἐπιεικῆ καὶ ἀληθῆ, ὦ Πιττακέ, οὐκ ἄν ποτε ἔψεγον· νῦν δὲ σφόδρα γὰρ καὶ περὶ τῶν μεγίστων ψευδόμενος δοκεῖς ἀληθῆ λέγειν, διὰ ταῦτά σε ἐγὼ ψέγω. ταῦτά μοι δοκεῖ, ὦ Πρόδικε καὶ Πρωταγόρα, ἦν δ᾽ ἐγώ, Σιμωνίδης διανοούμενος πεποιηκέναι τοῦτο τὸ ᾆσμα.

Λοιπόν κι όλ᾽ αυτά προς τον Πιττακό απευθύνονται, αλλά και η συνέχεια της ωδής μάς το δείχνει καλύτερα. Λέει δηλαδή:
Ύστερα πώς εγώ να φτάσω να ποθήσω
ό,τι να γίνει δεν μπορεί,
να ρίξω —χαμένο ρίξιμο— το ζάρι της ζωής μου
σε μιαν ελπίδα–χίμαιρα:
άνθρωπο αψεγάδιαστο να βρω, μες σ᾽ όλους μας
που της απέραντης της γης τρώμε το στάρι;
καρτέρα — πρώτα να τον βρω κι ύστερα σας τον φέρνω·
[345d] αυτά λέει. Με τέτοιο πείσμα από την αρχή ώς το τέλος της ωδής τα βάζει με το ρητό του Πιττακού·
καθένας που πράξη αισχρή δεν κάνει
θέλοντας, έχει τον έπαινό μου
κι είναι μες στην καρδιά μου·
με την ανάγκη ούτε οι θεοί τα βάζουν·
κι αυτοί οι στίχοι τα βάζουν με το ίδιο ρητό. Γιατί βέβαια ο Σιμωνίδης δεν ήταν τόσο αμόρφωτος, ώστε να γράψει ότι επαινεί εκείνους που με τη θέλησή τους κάνουν το κακό. Γιατί εγώ έχω πειστεί σχεδόν γι᾽ αυτό, δηλαδή ότι κανένας [345e] σοφός δεν παραδέχεται πως υπάρχει άνθρωπος που με τη θέλησή του κάνει αδικήματα ή με τη θέλησή του κάνει κακές κι αισχρές πράξεις, αλλά όλοι τους ξέρουν ότι αυτοί που κάνουν κακές κι αισχρές πράξεις τις κάνουν χωρίς να το θέλουν· έτσι κι ο Σιμωνίδης δε μας λέει ότι τον έπαινό του τον δίνει σ᾽ όποιον δεν κάνει κακό με τη θέλησή του, αλλά εκείνο το «θέλοντας» το λέει για τον εαυτό του. Γιατί σκέφτηκε ότι πολλές φορές συμβαίνει ένας καλός κι ενάρετος άνθρωπος να πιέζει τον εαυτό του για να συμπαθήσει και να επαινέσει κάποιον, [346a] λόγου χάρη τυχαίνει πολλές φορές να έχει κάποιος πατέρα ιδιότροπο ή μητέρα ή πατρίδα ή κάτι άλλο παρόμοιο. Λοιπόν οι κακοί άνθρωποι, όταν τους τύχει κάτι τέτοιο, σχεδόν μ᾽ αγαλλίαση το διαπιστώνουν και με τις μομφές τους βγάζουν στη φόρα και πομπεύουν την κακότητα των γονιών τους ή της πατρίδας τους, ώστε, αν τους παραμελήσουν, να μην έχουν τη μομφή ή την κακολογία του κόσμου, επειδή τους παραμελούν — και φτάνουν στο σημείο να τους κατηγορούν ακόμα περισσότερο [346b] και να προσθέτουν σ᾽ ό,τι αποκρουστικό έχουν αυτοί από τη φύση τους κι άλλα, που οι ίδιοι βγάζουν από το νου τους. Αντίθετα, οι ενάρετοι πιέζουν τον εαυτό τους να σκεπάζουν τις ιδιοτροπίες των δικών τους και να λένε λόγια επαινετικά· κι αν καμιά φορά αδικηθούν και αγαναχτήσουν με τους γονείς και την πατρίδα τους, μόνοι τους δίνουν τόπο στην οργή και τα ξαναφτιάχνουν — φτάνουν μάλιστα στο σημείο να πιέσουν τον εαυτό τους να συμπαθούν και να επαινούν τους δικούς τους. Λοιπόν φαντάζομαι ότι κι ο Σιμωνίδης πολλές φορές έκρινε καλό να παινέψει και να υμνήσει και αυτός κάποιον τύραννο ή άλλο παρόμοιο πρόσωπο όχι με τη θέλησή του, αλλά από ανάγκη. Γι᾽ αυτό λοιπόν λέει και στον Πιττακό ότι [346c] «Αν σε αποπαίρνω, Πιττακέ, δεν είναι επειδή μου αρέσει να κατηγορώ, αφού
αν δω πως ένας άνθρωπος κακός δεν είναι
ούτε και βλάστημος όσο δεν παίρνει,
μα ξέρει της πατρίδας το καλό, τους νόμους,
κι αρρωστημένο τίποτε σ᾽ αυτόν, μου φτάνει·
λόγο κακό γι᾽ αυτόν δε λέω
(οι κατηγόριες διόλου δε μ᾽ αρέσουν)·
όσο για τους ανέμυαλους, σαν άμμος η σπορά τους,
κι έτσι, όσοι βρίσκουν τη χαρά τους στις κατηγόριες θα χορτάσουν κατηγορώντας αυτούς·
ωραίο ᾽ναι το καθετί στ᾽ αλήθεια
που δεν του λέρωσε την όψη η ασκήμια.
[346d] Λέγοντας αυτά, δεν είναι σαν να μας έλεγε ότι όλα είναι άσπρα, φτάνει να μην έχουν ανακατωθεί με τα μαύρα· γιατί τότε το νόημα θα ᾽ταν γελοίο από κάθε άποψη· αλλά θέλει να πει ότι αυτός δέχεται και όσα βρίσκονται στη μέση και έτσι δεν τα κατηγορεί. Μας λέει ακόμα: δεν ψάχνω να βρω
άνθρωπον αψεγάδιαστο, μες σ᾽ όλους μας
που της απέραντης της γης τρώμε το στάρι·
καρτέρα — πρώτα να τον βρω κι ύστερα σας τον φέρνω·
κι έτσι κανέναν δε θα επαινέσω ως τέλειο, αλλά «εμένα μου φτάνει όποιος βρίσκεται στο μέσο και δεν κάνει κακό κανένα· γιατί κάθε άνθρωπος είναι μες στην καρδιά μου κι έχει τον έπαινό μου θέλοντας [346e] (εδώ πρέπει να μπει το κόμμα, μετά το «θέλοντας»), που πράξη αισχρή δεν κάνει», όμως σε μερικούς δείχνω συμπάθεια και τους επαινώ χωρίς να το θέλω. [347a] Λοιπόν, Πιττακέ, ποτέ δε θα σ᾽ απόπαιρνα, φτάνει τα λόγια σου να ᾽ταν κάπως λογικά κι αληθινά. Τώρα όμως —επειδή δημιουργείς την εντύπωση ότι λες την αλήθεια, ενώ πέφτεις έξω πάρα πολύ και πάνω σε πολύ σπουδαίο ζήτημα— γι᾽ αυτό σε αποπαίρνω.
Αυτές οι σκέψεις, κατά τη γνώμη μου, οδήγησαν τον Σιμωνίδη να γράψει αυτή την ωδή, Πρόδικε και Πρωταγόρα, είπα.