Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Συμπόσιον (202e-204c)


Ἑρμηνεῦον καὶ διαπορθμεῦον θεοῖς τὰ παρ᾽ ἀνθρώπων καὶ ἀνθρώποις τὰ παρὰ θεῶν, τῶν μὲν τὰς δεήσεις καὶ θυσίας, τῶν δὲ τὰς ἐπιτάξεις τε καὶ ἀμοιβὰς τῶν θυσιῶν, ἐν μέσῳ δὲ ὂν ἀμφοτέρων συμπληροῖ, ὥστε τὸ πᾶν αὐτὸ αὑτῷ συνδεδέσθαι. διὰ τούτου καὶ ἡ μαντικὴ πᾶσα χωρεῖ καὶ ἡ τῶν ἱερέων τέχνη τῶν τε περὶ τὰς θυσίας καὶ τελετὰς [203a] καὶ τὰς ἐπῳδὰς καὶ τὴν μαντείαν πᾶσαν καὶ γοητείαν. θεὸς δὲ ἀνθρώπῳ οὐ μείγνυται, ἀλλὰ διὰ τούτου πᾶσά ἐστιν ἡ ὁμιλία καὶ ἡ διάλεκτος θεοῖς πρὸς ἀνθρώπους, καὶ ἐγρηγορόσι καὶ καθεύδουσι· καὶ ὁ μὲν περὶ τὰ τοιαῦτα σοφὸς δαιμόνιος ἀνήρ, ὁ δὲ ἄλλο τι σοφὸς ὢν ἢ περὶ τέχνας ἢ χειρουργίας τινὰς βάναυσος. οὗτοι δὴ οἱ δαίμονες πολλοὶ καὶ παντοδαποί εἰσιν, εἷς δὲ τούτων ἐστὶ καὶ ὁ Ἔρως.
Πατρὸς δέ, ἦν δ᾽ ἐγώ, τίνος ἐστὶ καὶ μητρός;
[203b] Μακρότερον μέν, ἔφη, διηγήσασθαι· ὅμως δέ σοι ἐρῶ. ὅτε γὰρ ἐγένετο ἡ Ἀφροδίτη, ἡστιῶντο οἱ θεοὶ οἵ τε ἄλλοι καὶ ὁ τῆς Μήτιδος ὑὸς Πόρος. ἐπειδὴ δὲ ἐδείπνησαν, προσαιτήσουσα οἷον δὴ εὐωχίας οὔσης ἀφίκετο ἡ Πενία, καὶ ἦν περὶ τὰς θύρας. ὁ οὖν Πόρος μεθυσθεὶς τοῦ νέκταρος —οἶνος γὰρ οὔπω ἦν— εἰς τὸν τοῦ Διὸς κῆπον εἰσελθὼν βεβαρημένος ηὗδεν. ἡ οὖν Πενία ἐπιβουλεύουσα διὰ τὴν αὑτῆς ἀπορίαν παιδίον ποιήσασθαι ἐκ τοῦ Πόρου, [203c] κατακλίνεταί τε παρ᾽ αὐτῷ καὶ ἐκύησε τὸν Ἔρωτα. διὸ δὴ καὶ τῆς Ἀφροδίτης ἀκόλουθος καὶ θεράπων γέγονεν ὁ Ἔρως, γεννηθεὶς ἐν τοῖς ἐκείνης γενεθλίοις, καὶ ἅμα φύσει ἐραστὴς ὢν περὶ τὸ καλὸν καὶ τῆς Ἀφροδίτης καλῆς οὔσης. ἅτε οὖν Πόρου καὶ Πενίας ὑὸς ὢν ὁ Ἔρως ἐν τοιαύτῃ τύχῃ καθέστηκεν. πρῶτον μὲν πένης ἀεί ἐστι, καὶ πολλοῦ δεῖ ἁπαλός τε καὶ καλός, οἷον οἱ πολλοὶ οἴονται, ἀλλὰ σκληρὸς [203d] καὶ αὐχμηρὸς καὶ ἀνυπόδητος καὶ ἄοικος, χαμαιπετὴς ἀεὶ ὢν καὶ ἄστρωτος, ἐπὶ θύραις καὶ ἐν ὁδοῖς ὑπαίθριος κοιμώμενος, τὴν τῆς μητρὸς φύσιν ἔχων, ἀεὶ ἐνδείᾳ σύνοικος. κατὰ δὲ αὖ τὸν πατέρα ἐπίβουλός ἐστι τοῖς καλοῖς καὶ τοῖς ἀγαθοῖς, ἀνδρεῖος ὢν καὶ ἴτης καὶ σύντονος, θηρευτὴς δεινός, ἀεί τινας πλέκων μηχανάς, καὶ φρονήσεως ἐπιθυμητὴς καὶ πόριμος, φιλοσοφῶν διὰ παντὸς τοῦ βίου, δεινὸς γόης καὶ φαρμακεὺς καὶ σοφιστής· καὶ οὔτε ὡς [203e] ἀθάνατος πέφυκεν οὔτε ὡς θνητός, ἀλλὰ τοτὲ μὲν τῆς αὐτῆς ἡμέρας θάλλει τε καὶ ζῇ, ὅταν εὐπορήσῃ, τοτὲ δὲ ἀποθνῄσκει, πάλιν δὲ ἀναβιώσκεται διὰ τὴν τοῦ πατρὸς φύσιν, τὸ δὲ ποριζόμενον ἀεὶ ὑπεκρεῖ, ὥστε οὔτε ἀπορεῖ Ἔρως ποτὲ οὔτε πλουτεῖ, σοφίας τε αὖ καὶ ἀμαθίας ἐν μέσῳ ἐστίν. [204a] ἔχει γὰρ ὧδε. θεῶν οὐδεὶς φιλοσοφεῖ οὐδ᾽ ἐπιθυμεῖ σοφὸς γενέσθαι —ἔστι γάρ— οὐδ᾽ εἴ τις ἄλλος σοφός, οὐ φιλοσοφεῖ. οὐδ᾽ αὖ οἱ ἀμαθεῖς φιλοσοφοῦσιν οὐδ᾽ ἐπιθυμοῦσι σοφοὶ γενέσθαι· αὐτὸ γὰρ τοῦτό ἐστι χαλεπὸν ἀμαθία, τὸ μὴ ὄντα καλὸν κἀγαθὸν μηδὲ φρόνιμον δοκεῖν αὑτῷ εἶναι ἱκανόν. οὔκουν ἐπιθυμεῖ ὁ μὴ οἰόμενος ἐνδεὴς εἶναι οὗ ἂν μὴ οἴηται ἐπιδεῖσθαι.
Τίνες οὖν, ἔφην ἐγώ, ὦ Διοτίμα, οἱ φιλοσοφοῦντες, εἰ μήτε οἱ σοφοὶ μήτε οἱ ἀμαθεῖς;
[204b] Δῆλον δή, ἔφη, τοῦτό γε ἤδη καὶ παιδί, ὅτι οἱ μεταξὺ τούτων ἀμφοτέρων, ὧν ἂν εἴη καὶ ὁ Ἔρως. ἔστιν γὰρ δὴ τῶν καλλίστων ἡ σοφία, Ἔρως δ᾽ ἐστὶν ἔρως περὶ τὸ καλόν, ὥστε ἀναγκαῖον Ἔρωτα φιλόσοφον εἶναι, φιλόσοφον δὲ ὄντα μεταξὺ εἶναι σοφοῦ καὶ ἀμαθοῦς. αἰτία δὲ αὐτῷ καὶ τούτων ἡ γένεσις· πατρὸς μὲν γὰρ σοφοῦ ἐστι καὶ εὐπόρου, μητρὸς δὲ οὐ σοφῆς καὶ ἀπόρου. ἡ μὲν οὖν φύσις τοῦ δαίμονος, ὦ φίλε Σώκρατες, αὕτη· ὃν δὲ σὺ ᾠήθης Ἔρωτα [204c] εἶναι, θαυμαστὸν οὐδὲν ἔπαθες. ᾠήθης δέ, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ τεκμαιρομένῃ ἐξ ὧν σὺ λέγεις, τὸ ἐρώμενον Ἔρωτα εἶναι, οὐ τὸ ἐρῶν· διὰ ταῦτά σοι οἶμαι πάγκαλος ἐφαίνετο ὁ Ἔρως. καὶ γὰρ ἔστι τὸ ἐραστὸν τὸ τῷ ὄντι καλὸν καὶ ἁβρὸν καὶ τέλεον καὶ μακαριστόν· τὸ δέ γε ἐρῶν ἄλλην ἰδέαν τοιαύτην ἔχον, οἵαν ἐγὼ διῆλθον.


«Να εξηγούν και να διαβιβάζουν τα μηνύματα των ανθρώπων στους θεούς και στους ανθρώπους των θεών, των πρώτων τις προσευχές και τις θυσίες, ενώ των θεών τις εντολές και τις ανταποδόσεις για τις θυσίες· και, καθώς βρίσκονται στο ενδιάμεσο θεών και ανθρώπων, καλύπτουν το μεταξύ τους κενό, ώστε το σύμπαν ν᾽ αποχτήσει τη συνοχή του. Είναι ο δίαυλος, απ᾽ τον οποίο διαβιβάζεται και η μαντική στο σύνολό της και το λειτούργημα του ιερατείου, που έχει να κάνει με τις θυσίες και τις μυήσεις [203a] και τα μαγικά άσματα και κάθε μαντεία και μαγγανεία. Ο θεός δεν έρχεται σε άμεση επαφή με τον άνθρωπο, αλλά με τη διαμεσολάβηση των δαιμόνων συντελείται κάθε επικοινωνία και συνομιλία των θεών με τους ανθρώπους, και στον ύπνο και στον ξύπνο τους· κι ο άνθρωπος που είναι σοφός σ᾽ αυτές τις συναλλαγές είναι “δαιμόνιος”, ενώ ο σοφός σ᾽ ό,τι άλλο, που έχει να κάνει με επαγγέλματα ή κάποιες χειρωνακτικές εργασίες, αγοραίος. Οι δαίμονες λοιπόν που λέμε είναι πολλοί και κάθε λογής κι ένας ανάμεσά τους είναι κι ο Έρως».
«Αλήθεια, Διοτίμα, της είπα, από ποιόν πατέρα και ποιά μητέρα γεννήθηκε ο Έρως;»
[203b] «Θα πάει μακριά να σου το διηγηθώ, Σωκράτη, μου είπε. Όμως για χάρη σου θα το πω. Δηλαδή, όταν γεννήθηκε η Αφροδίτη, οι θεοί κάθισαν σε πλούσιο τραπέζι και με τους άλλους κι ο γιος της Μήτιδος, ο Πόρος. Αποφάγανε και αποήπιανε, όταν έφτασε η Πενία να ζητουλέψει —μυρίστηκε στρωμένο τραπέζι— και τριγύριζε από κατώφλι σε κατώφλι. Που λες, ο Πόρος, με το κεφάλι βαρύ από νέκταρ — το κρασί δεν το ᾽ξεραν ακόμη — κατέβηκε στο περιβόλι του Δία και το ᾽ριξε στον ύπνο. Τότε η Πενία, που σοφίστηκε ν᾽ αποκτήσει παιδί από τον Πόρο (η απορία της την παρακίνησε), [203c] πέφτει και πλαγιάζει δίπλα του και πιάνει στην κοιλιά της τον Έρωτα. Κι αυτή είναι η αιτία που ο Έρως είναι ακόλουθος και υπηρέτης της Αφροδίτης, γιατί στα γενέθλιά της πιάστηκε στην κοιλιά της μάνας του, κι ακόμη γιατί είναι πλασμένος έτσι που να τον σαγηνεύει η ομορφιά — και η Αφροδίτη είναι όμορφη. Έτσι, μια και ο Έρωτας είναι γιος του Πόρου και της Πενίας, νά σε ποιά κατάσταση βρίσκεται: πρώτα πρώτα σ᾽ όλη τη ζωή του είναι φτωχός, έπειτα (ποιός έχασε την τρυφερότητα και την ομορφιά για να τη βρει αυτός, καταπώς νομίζει ο πολύς κόσμος!) ίσα ίσα είναι σκληρός [203d] και ξερακιανός, ξυπόλυτος και άστεγος· πάντοτε κοιμάται χάμω χωρίς στρωσίδια, στα κατώφλια και στα σοκάκια, ο ουρανός ανοιχτός απάνω του· η μοίρα της μητέρας του τον πήρε καταπόδι, έγινε μόνιμος συγκάτοικος με τη μιζέρια. Όμως απ᾽ τη μεριά του πατέρα του πήρε τη συνήθεια να στήνει παγίδες στους ωραίους και τους αρχοντικούς· να ᾽ναι αντρειωμένος κι απόκοτος και δραστήριος, κυνηγός που δε βρίσκεις το ταίρι του· πάντα στήνει κάτι μηχανές, κυνηγά τη φρόνηση, το μυαλό του είναι θηλυκό· σ᾽ όλη τη ζωή του στοχάζεται κι είναι φοβερός πλανευτής και μάγος με τα βότανά του και σοφιστής· η φύση πάλι δεν τον έπλασε [203e] ούτε αθάνατον ούτε θνητό, αλλά μες στην ίδια μέρα τη μια στιγμή βρίσκεται στον ανθό του κι είναι όλο ζωή, όταν αποχτήσει όλα τα καλά, την άλλη πεθαίνει· ξανάρχεται όμως στη ζωή, κι αυτό το χρωστά στην αθάνατη φύση του πατέρα του· ό,τι κερδίζει με τα τεχνάσματά του, κάθε φορά, του ξεγλιστρά μες από τα δάχτυλα κι έτσι ο Έρωτας ποτέ ούτε πέφτει σε φτώχεια ούτε αποχτά πλούτη. Με τον ίδιο τρόπο βρίσκεται στα μισά του δρόμου ανάμεσα στη σοφία και την αμάθεια. [204a] Νά τί συμβαίνει δηλαδή: κανένας θεός δε φιλοσοφεί ούτε επιθυμεί να γίνει σοφός, μια που κιόλας είναι· και όποιος άλλος είναι σοφός, δε φιλοσοφεί. Πάλι, από τη μεριά τους ούτε και οι αστοιχείωτοι φιλοσοφούν ούτε επιθυμούν ν᾽ αποχτήσουν τη σοφία· γιατί ακριβώς αυτός είναι ο λόγος που κάνει την αμάθεια κατάρα: να φαντάζεται κανείς ότι είναι όσο χρειάζεται μέσα σ᾽ όλα, την ώρα που δεν έχει όλες τις χάρες ούτε είναι μυαλωμένος. Έτσι ένας άνθρωπος που πιστεύει ότι δεν του λείπει ένα πράμα, ούτε και το λαχταρά, μη νιώθοντας ότι κάτι του λείπει».
«Μια και ούτε οι σοφοί ούτε κι οι αστοιχείωτοι φιλοσοφούν, Διοτίμα, ποιοί τέλος πάντων καταγίνονται με τη φιλοσοφία;»
[204b] «Αυτό δα κι ένα μικρό παιδί το καταλαβαίνει, Σωκράτη· δηλαδή, εκείνοι που βρίσκονται κάπου ανάμεσα σ᾽ αυτά τα δυο· ένας απ᾽ αυτούς θα ᾽ναι κι ο Έρως. Γιατί η σοφία είναι από τα πιο όμορφα πράματα στον κόσμο κι ο Έρως τριγυρίζει με βουλιμία γύρω απ᾽ την ομορφιά· έτσι ο Έρως είναι φιλόσοφος, δεν μπορώ να τον φανταστώ διαφορετικό· και όντας φιλόσοφος, βρίσκεται κάπου ανάμεσα στον σοφό και τον αστοιχείωτο. Και γι᾽ αυτό πάλι η καταγωγή του είναι η αιτία· γιατί γεννήθηκε από σοφό πατέρα που είχε θηλυκό μυαλό, ενώ η μητέρα του κάθε άλλο παρά σοφή ήταν — μια άπραγη. Αυτή λοιπόν είναι η φύση του δαίμονος αυτού, Σωκράτη· το ότι εσύ σχημάτισες μια διαφορετική ιδέα για τον Έρωτα, [204c] δε με παραξενεύει καθόλου. Σχημάτισες δηλαδή την ιδέα — απ᾽ τα λεγόμενά σου αυτό βγαίνει — ότι Έρως είναι εκείνο που ξυπνά μέσα μας τον έρωτα κι όχι εκείνο που νιώθει έρωτα· αυτό είναι, νομίζω, που σ᾽ έκανε να πιστεύεις ότι ο Έρως είναι πανέμορφος. Γιατί αυτό που αξίζει να το ερωτευτούμε είναι το αληθινά ωραίο και αβρό και τέλειο και μακάριο· εκείνο όμως που νιώθει έρωτα έχει κάποια διαφορετική μορφή: αυτή που βγαίνει από την περιγραφή που έκανα».